Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Υπαρξιακό αποκάρωμα



Του Γιώργου Δημόπουλου

  Τις πρώτες μου καθημερινές βουτιές στην Τήνο τις έριχνα  στα νερά του Σταυρού, του παλιού λιμανιού, κατηφορίζοντας από τα αριστερά ένα απότομο μονοπάτι, και φτάνοντας σε μια μικρή απόμερη θεατρική ταπεινή παραλία, μια μικρή αχιβάδα βοτσαλωτή, μια σταλιά, κυκλωμένη από ένα κοίλωμα γκρεμού.  Όταν ξεθάρρεψα, ιδίως στις γιορτές και σχόλες, τράβαγα προς τα Κιόνια, και παίρνοντας το μονοπάτι δίπλα στο  σπίτι του Γερμανού,  κατηφόριζα από μια μικρή πλαγιά γεμάτη   με σκοίνα, συκιές, λυγαριές, δεντρολίβανα, σπάρτα, απούρανους, ακάριωνες, ασπάλαθους, ρίγανη και θυμάρι, και  προσπερνώντας  την  αμμουδιά της Πλατιάς Άμμου, βρισκόμουν στα Γαστριά, Εμπρός Διαλυσκάρι, εκεί που ο ήλιος κτυπά το καλοκαίρι  από το πρωί ως το βασίλεμά του. Τίποτα δεν μπορεί να περιγράψει τις περιοχές αυτές, την κάθε σπιθαμή τους. Πρέπει να σου έχουν χαριστεί, να τις έχεις πατήσει, να τις έχεις κολυμπήσει που έλεγε ο αγαθός Σαλισβουρής,  να έχεις λουστεί στα αζούρ νερά τους προκειμένου να καταλάβεις το μέτρο μιας τέτοιας δωρεάς. Ακατανίκητες αναλογίες, φως θησαυρός, πέρασμα από την φύση στην τέχνη, και από την τέχνη επιστροφή στην φύση.
  Εκεί άφηνα τα πράγματά μου και ξεκινούσα προς το Πίσω Διαλυσκάρι Μπάλλο, βλέποντας κάτω στον πάτο τον ίσκιο μου να σαλεύει  στην άμμο που σου απλώνεται απλόχερα, γαληνεύοντάς σε, χωρίς να μπορείς να ξεχωρίσεις πού  αρχίζει το νερό και πού τελειώνεις εσύ.  Ο ουρανός και η γη αντιζυγιάζονταν. Τα σπλάχνα μου αναγάλλιαζαν από τις πελαγίσιες ανάσες, και η περιοχή όλη έμοιαζε να ακούει την δέηση του παπά Κοσμά «υπέρ  ευκρασίας αέρων, ευφορίας των καρπών της γης, και καιρών ειρηνικών» ήδη ελθούσα.  
 Διαστάσεις υπερβατικές, ήλιος και θάλασσα. Συμμερίζομαι απόλυτα την φωνή του Rimbaud: « Ξαναβρέθηκε! Τι; Η αιωνιότητα. Είναι η θάλασσα ανακατεμένη με τον ήλιο». Το τοπίο συμπληρώνεται από μια βαθειά σπηλιά αθέατη από παντού,  ντυμένη  με τον απαραίτητο μύθο της,     το «σπέος γλαφυρόν» του Ομήρου. (ε 194). Μέχρι πρόσφατα, χρόνια τώρα, γινόταν το προσκύνημα σ’ αυτές τις περιοχές, της  αρχιτεκτονικής αρμονίας, της ανάδειξης της σιωπής.
  Ήταν η εποχή που το ζυμωτό καρβέλι, το λάδι, το κρασί, η φέτα, οι ελιές, τα χόρτα, τα γεμιστά, τα φασολάκια, η φρέσκια του κήπου μας ντομάτα,  με την ιδιαίτερη γεύση τους, ήταν καθοριστικά για την πνευματική φυσιογνωμία του τόπου, όσο και τα άλλα χαρακτηριστικά τα παράλληλα, το ερωτικό  βλέμμα, η φωνή, το σκασμένο πρόσωπο, η τοπική αρχιτεκτονική, τα ξωκλήσια, η παράδοση διαχείρισης του Ιδρύματος  μόνο από λαϊκούς, ολάκερος, ο κύκλος της τοπικής παράδοσης, γερά δεμένα το ένα με το άλλο, αλυσίδα ζωής. Δίχα το ένα, όλα κομματιάζονται, ατονούν απομένουν λειψά.

 Τώρα τι; Μια αόριστη κούραση, ανεπαίσθητη στην αρχή, που την καταλάβαινα και όχι, μου έκοψε την διάθεση για παρόμοιες ποιοτικές συνθήκες. Το συζήτησα με κάποιους φίλους, οι οποίοι προσπάθησαν να με καθησυχάσουν: Δημόπουλε και εμείς  βιώνουμε τις ίδιες συνθήκες. Αν και ακόμη τα βολεύουμε αρκετά καλά, έχουμε μια αίσθηση μεγάλης κακουχίας στο κορμί μας, τα εσωτερικά τοιχώματα παρουσιάζουν μικροραγίσματα και έχουν αρχίσει μάλιστα εδώ και εκεί να πέφτουν τα λιγοστά επιχρίσματα. Στο αίμα μας και βαθύτερα ακόμη στο μεδούλι μας κυκλοφορούν χιλιάδες αγκαθάκια φραγκόσυκου, που σταδιακά γίνονται σκληρά σαν ρινίσματα σιδήρου. Ανάμεσα στο νερό και το κορμί μας κάτι παρεμβάλλεται, μια αίσθηση ανυπόφορη, χάσαμε την άμεση επαφή, αισθανόμαστε μια δυσάρεστη παρεμβολή, στην ταύτιση με το υγρό στοιχείο. Η κούραση μοιάζει να μονιμοποιείται, δεν προχωράμε ελεύθερα, κάτι μας τραβάει προς τα κάτω σαν ασήκωτα βαρίδια, αλλά    εμείς «πέρα βρέχει». Ώρες ατελείωτες  αράζουμε στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση, με τα κεφάλια αναγερτά,  όπως ακριβώς  οι   άνθρωποι  του σπηλαίου του Πλάτωνα, καταβροχθίζοντας μαζί με τα έτοιμα καναπεδάκια και ό,τι μας πλασάρει  ο κάθε μίσθανδρος   δημοσιογράφος,  της Διεθνούς Χρηματαγοράς. Στην χρηματαποστολή και  η προπαγάνδα των νέων Βιβλικών Πατριαρχών, των κληρικών,  οι οποίοι οδηγούν καθημερινά τα κοπάδια τους εκεί που   συμφεροντολαγνικά  αυτοί θέλουν, στην σύγχρονη έρημο, με εμάς να κάνουμε καθημερινά μακάρια και μακάβρια τα ίδια λάθη, με μικρές ποικιλίες, ψάχνοντας το κουράγιο ακόμη  και να χαμογελάσουμε.

  Κύριοι Βρούτση,  Πολατσίδη, Διαμαντάκη και Πολυκανδριώτη, όλοι εσείς οι εμπλεκόμενοι στην βάναυση διαχείριση αυτού του τόπου,  μοιάζει να μην έχετε οργανική σχέση με την τοπική παράδοση, υλική και άυλη, για αυτό αδυνατείτε να επικοινωνήσετε  με την αλήθεια του. Λογικά δεν μπόρεσα ποτέ να κατανοήσω  γιατί αντί πινακίου φακής,  ακολουθείτε τον δικό σας δρόμο, ο  οποίος  και σάς χωρίζει από τον δρόμο της ενεργού παράδοσης, και πού μπορεί να βγάζει τελικά ένας τέτοιος δρόμος, αν βγάζει πουθενά. Αξεδιάλυτο το σημείο του χωρισμού, όταν η άβυσσος διχάζει.  
  Η ευθεία στον τόπο μας δεν είναι ο συντομότερος δρόμος ανάμεσα σε δύο σημεία, ποτέ. Η συνεννόηση γίνεται σε αυτή την συνθηματική γλώσσα όπου ο καθένας άλλα θέλει, άλλα ζητάει, άλλα κρύβει, άλλα φανερώνει, άλλα λέει και άλλα σκέφτεται, και φυσικά στο τέλος άλλα κάνει αναποφάσιστα και δύσπιστα.
  Προς Θεού λοιπόν, μην ψηφίσετε Άθεους στις  προσεχείς εκλογές. Θεομπαίχτες ναι, ψηφίστε όσους σάς ειδοποιούν για ψεκάσματα, ψηφίστε όσους σάς υποδεικνύουν οι παραδόπιστοι  μισθοφόροι της ιεροσύνης,   αυτοί που  μας διαβεβαιώνουν ότι  το Άγιο Φως ανάβει από μόνο του, ότι η Παναγία κόβει βόλτες στο καμπαναριό, ότι  η   Παναγία  στην τάδε εικόνα ανοιγοκλείνει τα μάτια της… Σας το λέω ανοιχτά και με γνώση: δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο.  Πιο Άθεοι από τους ιερείς μας,  δεν υπάρχουν. Μόνο με το στόμα πιστεύουν, με την καρδιά όχι. Αν είχα ένα μότο αυτό θα ήταν: ''Να πιστεύετε στον Θεό, να φοβάστε τους παπάδες". Η ιστορία έχει αναδείξει το παιχνίδι εξουσίας σε κάθε οργανωμένη θρησκεία. Και έπειτα οι άνθρωποι είναι εκείνοι που σε υποχρεώνουν να κάνεις πράγματα με τα οποία διαφωνείς και θέτουν τους κανόνες. Παρήγορο σημάδι τοπικά, ο καταποντισμός τους στις  Δημαρχιακές εκλογές.    
  Αφού αναγκαστικά υπάρχουν άρχοντες και αρχόμενοι ας άρχουν, ας διοικούν οι άριστοι, και όχι οι άχρηστοι.  Ο συμβιβασμός δεν είναι κακός φτάνει μα μην είναι πανάθλιος.
Ακαταμάχητο καλοκαίρι σε όλους.


2 σχόλια:

  1. Άρχοντες και αρχόμενοι δεν υπάρχουν αναγκαστικά. Υπάρχουν διότι παραδίδουμε οι ίδιοι σε κάποιους το δικαίωμα να μας εξουσιάζουν θεωρόντας ότι αυτοί ξέρουν καλύτερα.

    Επίσης, ξεκινώντας από το "αφού κάποιος πρέπει να διοικεί ας διοικούν οι άριστοι" φτάνουμε δυστυχώς στο "αφού όλοι είναι ίδιοι ας διοικούν τουλάχιστον αυτοί που με συμφέρει".

    Έως την αυτοοργανωμενη και αυτοδιοικούμενη κοινωνία ο δρόμος είναι πολύ μακρύς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή