Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Πάγωσε η ψυχή μου ένα απόγευμα στην Ακαδημίας


Πώς αντιδράς όταν βλέπεις άνθρωπο να τρυπιέται στα τρία μέτρα; Πώς αντιμετωπίζεις σχεδόν 20 βαποράκια που τρέχουν προς το μέρος σου; Τι κάνεις όταν αντικρύζεις νέους ανθρώπους να ψάχνουν ατρύπητο σημείο του σώματος τους, για να καρφώσουν τη δόση τους;
Ερωτήματα που δεν είχαν ποτέ δημιουργηθεί μέσα μου και στα οποία δεν θα απαντούσα, εάν δεν ήμουν εκείνο το απόγευμα στην Ακαδημίας! Εχοντας χάσει γνωστούς από ναρκωτικά κι έχοντας κυκλοφορήσει πολλές φορές στο κέντρο της Αθήνας, δεν ήμουν αποκομμένος από την πραγματικότητα. Αυτή τη φορά, όμως, ήρθα κατάφατσα με την αλήθεια και ήμουν μάρτυρας σκηνών που μόνο σοκ μπορούν να προκαλέσουν. Κι όχι στα Εξάρχεια, στη Μενάνδρου ή στο Γκάζι, αλλά στην Ακαδημίας, κάτω από τη Σόλωνος με τα φροντιστήρια και τα Πανεπιστήμια και δέκα μέτρα πάνω από τις αφετηρίες των λεωφορείων, που μεταφέρουν χιλιάδες παιδιά κάθε μέρα στις συνοικίες και στα σπίτια τους.
Ηταν επτά και τέταρτο, πριν από λίγες ημέρες, όταν η εκδήλωση στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων έφτασε στο τέλος της και άνοιξα τη βαριά ξύλινη πόρτα για να βγω έξω. Το κρύο δεν ήταν τσουχτερό, αλλά η πρώτη ψυχρολουσία ήταν αρκετή για να με παγώσει. Στα σκαλοπάτια του Πνευματικού Κέντρου καθόταν ένας νεαρός που περιεργαζόταν ένα κουτάλι. Όταν άναψε τη φωτιά κατάλαβα… Θα μπορούσα να είχα φύγει, αλλά τα πόδια έμειναν κολλημένα στο μάρμαρο και το βλέμμα μου καρφωμένο επάνω του… Εκείνος ένιωθε μόνος του, χαμένος στο δικό του σύμπαν. Δεν αισθανόταν ενοχές, ούτε φαινόταν να έχει το ελάχιστο ίχνος ντροπής που έχουμε όλοι μας, όταν κάνουμε κάτι απαγορευμένο. Καμία κλεφτή ματιά, καμία κίνηση του κεφαλιού σε άλλη κατεύθυνση, συγκεντρωμένος απόλυτα στη διαδικασία με το κουτάλι, τη φωτιά, τη σύριγγα. Και μετά, η ώρα της ένεσης στο χέρι. Αλλά μάταια, καθώς δεν φαίνεται να υπήρχε χώρος εκεί και επέλεξε να κατεβάσει το παντελόνι του και να επιλέξει το τρύπημα στη βουβωνική χώρα…
Ηθελα να φωνάξω, αλλά το στόμα μου έμεινε σφραγισμένο. Τι να πω άλλωστε… Ηθελα να του μιλήσω, αλλά από τη στιγμή που πήρε τη δόση, τι σημασία θα είχε. Ηθελα να κάνω κάτι, αλλά δεν έκανα τίποτα!
Ούτε και αυτός, όμως… Ξανακάθισε κάτω, ακουμπώντας την πλάτη του στον τοίχο του Πνευματικού Κέντρου ατάραχος και ακούνητος. Το κεφάλι του δεν λοξοδρόμησε ούτε χιλιοστό, αφού ήταν φανερό ότι δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή στον κόσμο που να τον ενδιαφέρει.
Κοιτάζοντας καλύτερα στην ευρύτερη περιοχή κατάλαβα ότι δεν ήταν μόνος του. Σαν και αυτόν υπήρχαν αρκετοί ακόμα, όλοι σε κύκλους 3-4 ατόμων, εγκλωβισμένοι στη συνωμοσία των σκληρών ναρκωτικών. Σα να είχαν όλοι ραντεβού εκείνο το απόγευμα στην Ακαδημίας.
Κατέβηκα τα σκαλιά από την άλλη πλευρά, επειδή ήμουν σίγουρος ότι δεν θα ήθελε να τον ενοχλήσω, με χιλιάδες σκέψεις στο κεφάλι μου, αναμεμειγμένες με αντικρουόμενα συναισθήματα, μέχρι να δω την επόμενη ακόμα πιο σοκαριστική σκηνή και να κοπούν όλα μαχαίρι! Δύο γυναίκες, κοντά στα 40, βοηθούσε η μία την άλλη για την ένεση και δίπλα ένας συνομήλικός τους είχε δέσει σφιχτά το μπράτσο του με ένα λάστιχο και με μια βίαιη κίνηση έχωνε τη βελόνα μέσα στη σάρκα του.
Κοντοστάθηκα αιφνιδιασμένος και εγκλωβισμένος σε νέο χείμαρρο σκέψεων που ήταν αρκετός για να περάσει ο χρόνος ώστε τα τρία άτομα, να πιαστούν αγκαλιά και κάνοντας μικρά και αβέβαια βήματα, να περάσουν μπροστά μου και να χαθούν πίσω από ένα θάμνο. Μέχρι να συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε, ακούω θόρυβο και βλέπω περίπου 20 μαύρους να τρέχουν προς το μέρος μου. Οι παλμοί μου χτύπησαν κόκκινο, αλλά μέχρι να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει, με είχαν προσπεράσει, κυνηγημένοι από ένα και μοναδικό νεαρό που ουδέποτε κατάλαβα τι ήταν. Για αυτούς ήμουν σίγουρος, ότι πουλούσαν τις δόσεις…
Εχοντας μέσα σε λίγα λεπτά δει περισσότερα από όσα μπορούσα ποτέ να φανταστώ, έκανα πέντε βήματα και έφτασα στην Ασκληπιού! Σηκώνοντας το κεφάλι, αντίκρυσα έναν άλλο κόσμο. Στο γωνιακό σουβλατζίδικο μια παρέα έπινε και έτρωγε ξεσπώντας σε γέλια. Στο απέναντι από εμένα βιβλιοπωλείο, ένα ζευγάρι ξεφύλλιζε βιβλία και στο διπλανό γκαράζ ένα πολυτελέστατο αυτοκίνητο έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Οι περαστικοί ανεβοκατέβαιναν το δρόμο, η ζωή συνεχιζόταν… Δύο κόσμοι τόσο διαφορετικοί και αντικρουόμενοι που τους χώριζαν μόνο λίγα μέτρα ασφάλτου.
Η επιστροφή στο σπίτι αποτέλεσε τουλάχιστον ανακούφιση και έσφιξα με τόση δύναμη τις δύο κόρες μου στην αγκαλιά μου, ίσως όσο ποτέ άλλοτε. Ακόμα και σήμερα, δεν έχω καταφέρει να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου για εκείνο το απόγευμα στην Ακαδημίας. Ο φόβος υπάρχει ακόμα και θα υπάρχει, όχι για μένα, αλλά για τα δύο κοριτσάκια μου και για όσα άσχημα παιχνίδια μπορεί να τους παίξει η ζωή. Μπορώ να τα προστατεύω συνεχώς ή γίνεται κάποιος να μου εγγυηθεί ότι δεν θα σβήσει ποτέ το χαμόγελο από τα χείλη τους; Μάλλον όχι… Ενιωσα μέσα μου και ενοχές για κάποιους συνανθρώπους μας που είναι παρατημένοι στην τραγική τους μοίρα και εμείς προστατευμένοι στη μεσοαστική ζωή μας και στην ασφάλεια του σπιτιού μας, δεν κάνουμε τίποτα για να τους βοηθήσουμε. Υπάρχει και οργή, όμως, για ένα κράτος που δεν προστατεύει τους πολίτες του, που δεν διαλύει τους έμπορους ναρκωτικών, που δεν πολεμά τα σκοτεινά κυκλώματα, που απλώς παρακολουθεί.
Θα αναρωτηθείτε κάποιοι, βέβαια, ότι εδώ η χώρα βουλιάζει και χρεοκοπεί και μας ενδιαφέρει η ζωή 1000 ναρκομανών; Μπορεί να είναι και έτσι. Σκεφτείτε, όμως, ότι ο νεαρός στα σκαλοπάτια του Πνευματικού Κέντρου μπορεί να ήμουν εγώ ή εσείς ή ακόμα χειρότερα, τα παιδιά μου ή τα παιδιά σας! Τότε τι θα λέγατε…

Γράφει ο Δήμος Μπουλούκος στην Αιχμή 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου