Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

ΓΝΩΡΙΣΑ ΕΝΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΠΟΥΛΙ



του Τέου Ρόμβου
Λίγα χρόνια πριν γνώρισα ένα μεταναστευτικό πουλί που προσγειώθηκε στο νησί μας με το μικρό του νεοσσό μαζί. Ο πρόσφυγας Ρεζά μου ζήτησε να κάτσουμε παρέα να μου διηγηθεί την περιπέτεια της ζωής του. Δεν έγινε. Πέθανε λίγο καιρό μετά, ξαφνικά.
Γράφω αυτό το κείμενο έχοντας κατά νου το τολμηρό πέταγμα του Ιρανού Ρεζά πάνω από στεριά και θάλασσα και όλων εκείνων που φτερουγίζουν μακριά από πατρίδες που τους πληγώνουν κι η θάλασσα του Αιγαίου γίνεται ο τάφος τους.
Ζούμε σε μια χώρα μετανάστατη που έχει ερημώσει από μνήμες…
Μεταναστεύω κάθε άνοιξη και φθινόπωρο. Με τις τελευταίες αναλαμπές του ήλιου τεντώνομαι, ξεδιπλώνομαι, χτυπάω τις φτερούγες μου κι ανέρχομαι. Ακολουθώντας τα ανοδικά ρεύματα ανυψώνομαι κι όταν φτάσω ψηλά στον ουρανό, μετεωρίζομαι κοιτάζοντας για λίγο τον ήλιο που δύει κι αφήνομαι στα ρεύματα να με οδηγήσουν. Το ταξίδι θα είναι μακρύ, επίπονο, επικίνδυνο. Διασχίζω νύχτα την ηπειρωτική ενδοχώρα για να βγω στη Μεσόγειο. Κοντά μου πετούν σμήνη πουλιών που μετακινούνται για να φωλιάσουν και να ξεχειμωνιάσουν στα νότια. Χιλιάδες πετούμενα πετούν παράλληλα, άλλα πιο ψηλά, άλλα πιο χαμηλά. Φτάνοντας στη Μεσόγειο θα σταματήσουμε στα νησιά. Κάποια πουλιά θα συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τα νότια, στα μεγάλα τροπικά δάση της κεντρικής Αφρικής, για να διαχειμάσουν. Οι πτήσεις είναι μεγάλες, εξουθενωτικές. Ανεμοπορείες εκατοντάδων, χιλιάδων χιλιομέτρων. Αντίξοες καιρικές συνθήκες. Στο σκοτάδι ακούγονται κραυγές και κρωξίματα, δίπλα μου πετούν κι άλλοι σπιζαετοί, αετογερακίνες και βραχοκιρκίνεζα. Για να μην κουράζομαι και για να διατηρώ τους μυς μου σε καλή κατάσταση, αφήνομαι στις αέριες μάζες που μετακινούνται, επωφελούμαι από τα θερμά και ψυχρά ρεύματα του αέρα, διορθώνω κάθε τόσο την πορεία μου με το ένστικτο. Πολλά είναι τα πουλιά που αποπροσανατολίζονται και χάνονται στη διαδρομή.


Κάθε φθινόπωρο συναντώ στο Αιγαίο τα γνωστά σμήνη των πουλιών που κατεβαίνουν από τα βόρεια, ενώ την άνοιξη έρχονται σε μεγάλους αριθμούς από την νοτιοανατολική Ασία και την Αφρική κοπάδια σουσουράδες κι αγιοπούλια που έχουν πίσω τους πολυήμερες πτήσεις πάνω από ερήμους και στέπες. Φτάνουν εξουθενωμένα στα ερημονήσια και τις βραχονησίδες για να φωλιάσουν. Ελατοπαπαδίτσες και καμποδεντροβάτες κατευθύνονται στη Σάμο, στα δάση της Λέσβου φωλιάζουν τουρκοτσοπανάκια, ενώ τα φοινικόπτερα τραβάνε για τη Νάξο, την Κω, τη Λήμνο και εκεί ξεχειμωνιάζουν. Στην Πολυνησία των Αρκιών μαζεύονται στεριανά πουλιά, αγριοπερίστερα, πετροχελίδονα, κόρακες, στη Σύμη και στις νησίδες Κατσούνι και Λέβηθα πάνε σκουρόβλαχοι, σμυρνοτσίχλονες, σταχτοτσικνιάδες και στην Κίναρο ολόκληρες αποικίες βαρβακιών. Τιτιβίσματα, κελαηδίσματα, κραυγές από τις τσίχλες στα ηλιοβασιλέματα. Στα πελάγη και στην ανοιχτή θάλασσα φτερουγίζουν θαλασσοπούλια, ψαραετοί, γλαρόνια, βουτηχτάρια, θαλασσοκόρακες ακολουθώντας τα κοπάδια των ψαριών. Βλέπω κήτη που περνούν αργά, μεγαλόπρεπα, το στενό Άνδρου-Τήνου. Μέσα στο νερό διακρίνονται όλα πεντακάθαρα. Κοπάδια ψαριών κολυμπούν στους έρημους όρμους, στιγμιαία με τυφλώνει η λάμψη από χιλιάδες σαρδέλες που ασημίζουν στο πρώτο φως της ημέρας. Βλέπω την ποσειδωνία, τα γοργόνια και τους πλαγκτονικούς οργανισμούς που μεταφέρονται από τα θαλάσσια ρεύματα σπινθηρίζοντας, ενώ τα ψάρια ακολουθούν. Στην περιοχή μεταξύ Ρόδου και Καστελόριζου ένας λευκός καρχαρίας στριφογυρίζει και χαϊδεύεται στα κύματα. Τα θαλασσοπούλια πετώντας αγγίζουν σχεδόν τους αφρούς…
Έχει πια για τα καλά ξημερώσει. Κάτω στη θάλασσα βλέπω ανθρώπους που λικνίζονται και ταξιδεύουν πάνω στις αφρίλες των κυμάτων, πνιγμένοι. Έξι στο Καστελόριζο, πέντε στη Σύμη, πέντε στη Μυτιλήνη. Ανατολικά απ’ το Αγαθονήσι μια φουσκωτή βάρκα αναποδογυρισμένη, πιασμένοι απ’ τα σχοινιά της πέντε άντρες που τρέμουν απ’ το κρύο και φαίνεται ότι δεν θα αντέξουν για πολύ.
Έξω από τη νήσο Λέβηθα πλέουν τα άψυχα κουφάρια τεσσάρων Αφρικανών μεταναστών, πιο πέρα ένα πλοιάριο αναποδογυρισμένο, μεταξύ αυτών που πνίγονται, τέσσερις γυναίκες με μωρά. Στη Σύμη, ένα γέρικο ξύλινο σκαρί που δεν ξεπερνάει τα έντεκα μέτρα ναυαγισμένο. Στο Κατσούνι είδα κι άλλους μετανάστες πνιγμένους σε ναυάγιο. Κανείς δεν γνωρίζει μήτε τον ακριβή αριθμό, μήτε την ταυτότητά τους. Τα πελάγη και τα παράλια είναι σπαρμένα με πτώματα. Πάνω στα βράχια, στις άγριες, απρόσιτες ακτές του μεγάλου Ανθρωποφάγου τσακίζονται τ’ άψυχα κουφάρια αντρών και γυναικών, τρεις άντρες κρατιόνται από σανίδες που επιπλέουν. Στ’ ανοιχτά της Ρόδου πνιγμένοι άνθρωποι πλέουν μπρούμυτα. Δεν υπάρχουν επιζώντες για να εξηγήσουν τον μαζικό πνιγμό. Πάνω στη νησίδα Στρογγύλη άνθρωποι ξεψυχούν από δίψα, οι ζωντανοί πετάνε τους πεθαμένους στη θάλασσα και το αγριεμένο νερό τούς ξεβράζει και πάλι στα βράχια.
Οι άνθρωποι μεταναστεύουν, όπως και τα πουλιά. Φυγάδες για λόγους επιβίωσης, διωγμένοι από πολέμους, αυτοεξόριστοι για τις ιδέες τους, φοβούμενοι θρησκευτικούς διωγμούς, ξενιτεύονται στα μητροπολιτικά βιομηχανικά κέντρα μαγνητισμένοι από την έλξη του πολιτισμού που παράγει την αφθονία. Κάθε μέρα δεκάδες, εκατοντάδες Κούρδοι, Ιρακινοί, Ιρανοί, Πακιστανοί, Αφγανοί, Κινέζοι, Ινδοί, Αιγύπτιοι, Αιθίοπες, Σουδανοί, Τυνήσιοι, Ρουαντέζοι, Σομαλοί εγκαταλείπουν τα σπίτια, τις χώρες τους και αποδημούν. Οι επαγγελματίες περάτες στις δυτικές τουρκικές ακτές, σε περιοχές του Λιβάνου, στη Συρία, στην Κύπρο, στις αφρικανικές ακτές, εισπράττουν πορθμεία για να διαπεραιώσουν με ταχύπλοα, πλαστικές ή ξύλινες βάρκες, θαλαμηγούς, αλιευτικά σκάφη και φορτηγά πλοία τους μετανάστες στα νησιά του Αρχιπελάγους. Νύχτα τους αποβιβάζουν σε όρμους κρυφούς, σε ακατοίκητες νησίδες, σε μικρονήσια, σε βραχονησίδες ή στα μεγάλα νησιά.
Στη Μεσόγειο οι κάτοικοι τηρούν αυστηρά τις «τοπικές παραδόσεις». Κάθε χρόνο, στις περιόδους της ανοιξιάτικης και φθινοπωρινής μετανάστευσης των πουλιών, οι πουλοπιάστες του Αιγαίου στήνουν άρες και ξόβεργες, στην Κύπρο τοποθετούν βερκάδες, οι Ισπανοί βάζουν parany, οι Ιταλοί στήνουν roccolo vischio. Κοντά στα νερά, στις βρύσες, στους θάμνους, στα δέντρα, βέργες καλυμμένες με ιξόκολλα και δίχτυα για να παγιδεύσουν τα πουλιά. Βάζουν κραχτόκλουβα με καρδερίνες, φλώρια και σκαρθάκια και μαγνητόφωνα με κελαηδίσματα για να παγιδεύσουν τσίχλες, κοτσύφια, λούγαρα, σπίνους, πετρόσπινους, φανέτα, τσίφτες, φλιτζούνια και αμπελουργούς που ακολουθούν το κάλεσμα του κράχτη. Οι κτηνοτρόφοι ρίχνουν δηλητηριασμένα δολώματα για τις κουρούνες. Και στο τέλος κάθε καλοκαιριού, όταν επιστρέφουν τα μεταναστευτικά πουλιά στο νότο, ξεχύνονται οι κυνηγοί με τα πυροβόλα όπλα και αρχίζει η εξόντωση χιλιάδων πτηνών.
Προσπαθώντας να περάσουν νύχτα τα σύνορα οι μετανάστες σκοτώνονται, ακρωτηριάζονται από νάρκες, βάλλονται από πυροβόλα όπλα, πεθαίνουν από ασφυξία και έλλειψη τροφής στοιβαγμένοι μέσα σε κοντέινερ. Και όσοι, τέλος, επιζούν αντιμετωπίζουν το απλωμένο δίχτυ των προκαταλήψεων, την καχυποψία, την καθημερινή προσβολή, την καταστολή, μια εχθρική στάση εξαιτίας της διαφορετικής γλώσσας, της διαφοράς χρώματος και χαρακτηριστικών, της διαφοράς θρησκείας. Και όταν μπουν στην αγορά εργασίας, κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, θα πουλήσουν με εξευτελιστικούς όρους την εργατική τους δύναμη, ακόμη και το ίδιο το κορμί τους, προκειμένου να επιβιώσουν.

Διεθνείς Συμβάσεις Προστασίας:
Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Άρθρο 14. Κάθε άνθρωπος που καταδιώκεται έχει το δικαίωμα να ζητά άσυλο και να του παρέχεται άσυλο από άλλες χώρες…
Οδηγία 79/409 και απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διατήρηση των αγρίων πουλιών. Τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθόρισαν τις πιο κατάλληλες περιοχές, ως «Περιοχές Ειδικής Προστασίας», για τη διατήρηση των πουλιών και υιοθετούν κατάλληλα μέτρα για τα τακτικά εμφανιζόμενα μεταναστευτικά είδη, λαμβάνοντας υπόψιν τους την ανάγκη προστασίας τους στην γεωγραφική, θαλάσσια και χερσαία περιοχή, όπου εφαρμόζεται αυτή η οδηγία, όσον αφορά στις περιοχές αναπαραγωγής, αλλαγής φτερώματος, ξεχειμωνιάσματος καθώς και στους σταθμούς κατά μήκος των μεταναστευτικών τους οδών…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου