Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021

Ὁ Ἄλλος

τοῦ Γιώργου Δημόπουλου

   Μοῦ χαρίστηκε ἡ ἐξαιρετική προνομιακή τιμή νά γνωρίσω τόν Ἰησουητισμό, φιλοξενούμενος γιά τρεῖς μῆνες  στό μοναστήρι τῶν Ἰησουιτῶν τοῦ Στρασβούργου, μέ τήν μεσολάβηση τοῦ κατά πάντα ἀγαπητοῦ μου Ἰησουίτη πατέρα Μιχαλάκη Ρούσσου. Πάντα εὐγνώμων πρός τοῦτο. Ἡ ἐμπειρία μου αὐτή δέν καλύπτεται μέ κανένα πτυχίο, μέ καμμιά σπουδή. Ἐκεῖ, μεταξύ τῶν ἄλλων,  προσέγγισα τόν βιωματικό διάλογο μεταξύ «δικοῦ» μου καί «ξένου». Ἦταν, καί εἶναι, ἡ  ἀνθεκτική στόν χρόνο διελκυστίνδα μεταξύ τῆς  στάσης ἀπέναντι στόν ὅμαιμο καί στόν ὁμόθρησκο, ἀφενός, καί τῆς στάσης ἀπέναντι στόν φυλετικά, πολυτισμικά ἤ θρησκευτικά διαφορετικό, ἀφετέρου. Φιλοξενούμενος τοῦ τάγματος, βρέθηκε καί κάποιος κληρικός ἄλλου τάγματος, χωρίς νά ἐνθυμοῦμαι τίνος. Τό μόνο πού ἐνθυμοῦμαι μέχρι σήμερα, εἶναι η ἐντύπωση πού μοῦ προκάλεσε ἡ μέ μεγάλη βεβαιότητα  ἄποψή του ὅτι,  ὡς Ὁρθόδοξος εἶμαι καί αἰρετικός καί σωτηριολογικά ἀκάλυπτος. Τήν ἴδια ἐποχή καί ἐγώ εἶχα τήν ἴδια ἄποψη γιά ὅλους τούς πιστούς διαφορετικῶν χριστιανικῶν ὀμολογιῶν. Πῶς ἐδικαιλογεῖτο στό Ὀρθόδοξο μέσα μου, νά συμμετέχουμε στό Ἐξωτερικό σέ ὀρθόδοξες λειτουργίες καί σέ ὅλα τά ὀρθόδοξα μυστήρια σέ Ναούς πού μᾶς παραχωροῦσαν εὐγενῶς  Ἐκκλησίες Καθολικῶν ἀλλά καί Προτεσταντῶν καί ἐμεῖς νά ἀρνούμεθα νά ἀνεχθοῦμε ἀκόμη καί μιά  ἐξόδιο ἀκολουθία σέ δικό μας Ναό «ἴνα μή μιανθεῖ»; (Μόλις προχθές στήν Τῆνο ἡ τοπική ὁρθόδοξη ἐκκλησία ἀπαγόρεψε τήν ἐξώδιο ἀκολουθία σε ὀρθόδοξη σύζυγο καθολικοῦ, ἐπειδή ἡ οἰκογένειά της τὀλμησε νά ἐκφράσει τήν  ἐπιθυμία της να ταφεῖ ἡ ἀγαπημένη τους σέ κοιμητήριο τῶν  καθολικῶν  κατοίκων τοῦ χωριοῦ στό ὁποῖο διέμενε ἡ οἰκογένεια). Γιατί τόσος βαθύς διχασμός; Πάμπολλα ἐρωτήματα, με ἀπαντήσεις διχαστικές.

   Ἔκτοτε κύλησε πολύ νερό στ’ αὐλάκι, στό προσωπικό καί στό συλλογικό. Ἀπέβαλα πολλές ἀκλόνητες βεβαιότητες, τίς ἀναβάπτισα  σε ἐλεγχόμενες ἤ συγκρατημένες, καί προσέρχομαι  διακριτικά στόν διάλογο, καταβάλλοντας  προσπάθεια σεβασμοῦ  θέσεων  καί  ἀπόψεων ἀκὀμη καί ἀλλοτρίων, μέ τήν προϋπόθεση ὅτι δέν προκαλοῦν πόνο, δέν διψοῦν γιά αἶμα, καμαρώνοντας μάλιστα γι’αὐτό.       

  Διάλογος εἶναι νά ἀκούσεις ὄντως τόν ἄλλον, καί ὄχι ἕνα φάντασμά του, πού ἔχεις στόν νοῦ σου ἀντ’ αὐτοῦ, διάλογος εἶναι νά ἀκούσει ὁ ἄλλος ὄντως ἐσένα κι ὄχι τό  φάντασμά σου πού ἔχει ἴσως στόν νοῦ  του ἀντ’ ἐσοῦ. Διάλογος  εἶναι συνάντηση κατά τήν ὁποία ὁ καθένας εἶναι κατ’ ἀρχάς διατεθειμένος νά κάνει χῶρο στόν ἄλλο. Ἄν ἡ συνάντηση αὐτή τολμηθεῖ, μπορεῖ κάτι νά καρπίσει ἤ, τουλάχιστον, νά φανεῖ  καλύτερα ποιά εἶναι ἡ πραγματική πραγματικότητα.  Καθόσον, ὅταν κάποιοι βρίσκονται σε ἀπόσταση καί δέν προχωροῦν σέ διάλογο, τότε ἡ διαφορά τους φαίνεται μεγαλύτερη. Ὅταν  ὅμως προσέλθουν σέ διάλογο καί ἡ κάθε πλευρά άκούσει τήν  ἄλλη, τότε πολλές φορές ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ διαφορά τους εἶναι μικρή. Στό πεδίο τῶν ἀνθρώπινων σχέσεων ἐξ ἀρχῆς, ὁ Ἄλλος δέν εἶναι ποτέ κάποιος ἀφηρημένα. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τό Ὑποκείμενο. Κατά παράδοξο τρόπο γιά τόν   ἴδιο, δέν εἶναι ἀκόμα κάποιος, γενικά· ἐξ ἀρχῆς εἶναι κάποιος σέ σχέση μέ τόν Ἄλλο. Στόν μύθο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Ἀδάμ συνειδητοποιεῖ τήν ὕπαρξή του μόνο στήν θέα τῆς Εὔας: «τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου…» 

  Στίς μέρες μας ὄχι μόνο ἀκούγεται, ἀλλά βιώνεται ἡ ἄποψη τοῦ ἱκανοῦ φιλόσοφου Σάρτρ: Ἡ κόλασή μου εἶναι οἱ Ἄλλοι. Εἶναι εὐδιάκριτη μία σκληρή  ἀλλά καί πεσιμιστική στάση ἀπέναντι στούς Ἄλλους, ἀφοῦ ὁ φιλόσοφος ὄχι μόνο δέν τούς βλέπει ὡς μία εὐκαιρία ὑπαρξιακῆς ὁλοκλήρωσης, ἀλλά τούς χαρακτηρίζει ἀνεφανδόν ὡς κόλαση. Ὁ διπλανός γιά τόν Σάρτρ δέν εἶναι ἕνας συνοδοιπόρος οὔτε μία εὐκαιρία γιά βελτίωση καί εὐτυχία. Ὁ Ἄλλος γιά τό Ὑποκείμενο εἶναι  καταστροφή,  ἕνας μονόδρομος  πρός ἕνα ἀτέρμονο μαρτύριο. Εἶναι κάποιος τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀποστρέφομαι καί νά φοβᾶμαι.

  Στόν ἀντίποδα κυκλοφορεῖ καί μιά δεύτερη άποψη, ἔντονα διαφοροποιημένη ἀπό τήν πρώτη, αὐτή τοῦ Ντοστογιέφσκι: Ἡ κόλασή μου δέν εἶναι ὁ Ἄλλος, ἀλλά ἡ  δική μου ἄρνηση νά τόν ἀγαπήσω. Ἡ ἔλλειψη τῆς αγάπης  εἶναι αὐτή πού δημιουργεῖ τήν κόλαση, ἡ  ὁποία εἶναι μία ὑπόθεση τροπική   καί ὄχι τοπική.  Κόλαση εἶναι ἡ ἔλλειψη ἀγάπης, αὐτή πού ὁδηγεῖ τό ‘Υποκείμενο νά θεωρεῖ τόν Ἄλλο ὡς ἐχθρό.  

   Μέ τόν Ἄλλο ἤ τούς Ἄλλους, ὑπάρχει πάντοτε ἕνα πρόβλημα. Παιχνίδια ἐξουσίας και στρατηγικές τῆς ἀγάπης, ἐπιθυμίες καί ἀνησυχίες, ὑψηλά ἰδανικά καί ἀνθρώπινες κοινοτυπίες, ὅλα αὐτά συμβαίνουν ἐνώπιον τοῦ Ἄλλου.  Ἡ θεμελιώδης συλλογική μας ὕπαρξη ἀμφιταλαντεύεται συνεχῶς ἀνάμεσα σέ δύο ἄκρα: τήν ἀποδοχή τοῦ Ἄλλου ἤ τόν ἀποκλεισμό του.

 Αὐτός ὁ Ἄλλος μπορεῖ νά εἰδωθεῖ ὡς ἕνα σταθερό ἔδαφος γιά τίς δικές μας, ἀτομικές ἤ συλλογικές ἑνοποιημένες δομές. Τήν  ἴδια στιγμή, ὁ Ἄλλος μπορεῖ να θεωρηθεῖ ὡς μιά δυνητικά ἐνοχλητική καί καταστρεπτκή δοκιμασία γιά τήν  ἀτομική ἤ συλλογική ἑνότητα καί τήν σταθερότητά μας.  Ἡ ἑνοποίηση τοῦ ὑποκειμένου εἶναι ἔκβαση ταύτισης.  Γιά ἐμᾶς, ἡ ταυτότητά μας δέν ἀποτελεῖ ποτέ ἀφετηρία· εἶναι ἀποτέλεσμα.

 Τό ἴδιο ισχύει καί γιά τήν ὁμάδα, στήν προκειμένη περίπτωση, γιά τήν ὀμάδα τῶν πιστῶν.  Ὁ ἐν Χριστῶ ἀδελφός εἶναι ἕνας ἀποδεκτός Ἄλλος. Στήν ὕπαρξή του μποροῦμε εὔκολα νά ἀντικατοπτρίσουμε τήν δική μας (ἐξιδανικευμένη) εἰκόνα. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ συν-πιστός μας. Ἀπό τήν  ἄλλη μεριά, ὁ αἱρετικός εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ὁ μή ἀποδεκτός Ἄλλος. Δέν εἶναι μαζί μας· δέν εἶναι δικός μας. Εἶναι ἀπωθημένος, καταδικασμένος, ἀποκλεισμένος. Ὁ  Χριστιανισμός χωρίς ἀμφιβολία, ἀποτελεῖ  συλλογικό φαινόμενο. Δέν μπορεῖ νά περιοριστεῖ σέ μιά ἀμιγῶς ἀτομική δυναμική. Ὅμως ὡς κατακερματισμένος, πολυκεντρικός χῶρος, οἱ κοινότητες τῶν πιστῶν, ἐν προκειμένω οἱ χριστιανοί, βιώνουν κάποια ἀπό τά βαθύτερα ἄγχη. 

  Ἡ ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ μπορεῖ νά εἰδωθεῖ ὠς μιά ἱστορία μεγάλων καί πολλῶν τραγικῶν ἀποκλεισμῶν τοῦ Ἄλλου-τῶν Ἄλλων. Ἡ κανοστική φύση τῆς δογματικῆς του αὐστηρότητας μέ ὅλο τό ἰδεολογικό καί πολιτικό της ὑπόβαθρο, μέ τόν ξεκάθαρο καθαγιασμό τῶν  Ἱερῶν Κειμένων, πού μπορεῖ νά φτάσει μέχρι τήν φετιχοποίησή  του, ἔκανε τόν  (ἐπίσημο, αὐτοκρατορικό, ἰδεολογικό) Χριστιανισμό μιά μᾶλλον συγκρουσιακή ὑπόθεση.   

 Ἡ ἱστορία τοῦ δόγματος μπορεῖ νά εἰδωθεῖ ὡς μιά (ὄχι λιγότερο τραγική) ἱστορία δογματικῶν ἀντιπαραθέσεων καί διενέξεων, συγκρούσεων καί μονομέρειας. Ἡ εὐφυής διανοητική δημιουργικότητα, οἱ πνευματώδεις θεωρίες καί ἡ βαθειά ὀξυδέρκεια συμπλέκονταν (συχνά σχεδόν τοξικά) μέ διάφορες ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, ὅπως ἡ ἐπιθυμία γιά ἐξουσία, οἱ ἴντριγκες καί οἱ ἀμιγῶς ναρκισσιστικές φιλοδοξίες.  Ὁ ριζικός ἀποκλεισμός τοῦ μή ἀποδεκτοῦ Ἄλλου ἦταν καί εἶναι ἕνα ἀπό τά πιό διαδεδομένα φαινόμενα.

  Ἡ παθολογία τῆς ριζοσπαστικοποιημένης ἰδεολογίας τῆς ὁμάδας κατά  τήν διάρκεια τῆς μακραίωνης χριστιανικῆς ἱστορίας ἀντικατόπτριζε τίς βασικές της ἀνησυχίες καί ἀνασφάλειες.  Τέτοιες ὁμάδες συχνά εἶναι ἔτοιμες νά ριζοσπαστικοποιηθοῦν· τό μόνο πού χρειάζονται ἕνας ψευδοχαρισματικός ἡγέτης. Γιά ὅλους αὐτούς, ὁ ἐχθρός, ὁ μή ἀποδεκτός Ἄλλος, εἶναι πάντα βολικός.

  Παλαιότερα, ἡ ἀπιστία ἦταν ἕνα θέμα τό  ὁποῖο ἀφοροῦσε τούς ἄθεους. Ἡ  Ἐκκλησία τότε δεχόταν ἐπίθεση ἀπό ἔξω. Ἄς σκεφτοῦμε ἀπλά τόν Proudhon: « Τό πρῶτο καθῆκον τοῦ ἀνθρώπου στήν πορεία του πρός τό νά γίνει νοήμων καί ἐλεύθερος, εἶναι νά διώχνει διαρκῶς τήν  ἰδέα τοῦ θεοῦ ἔξω ἀπό τό μυαλό καί τήν συνείδησή του. Ἐπειδή ὁ θεός, ἐάν ὑπάρχει, εἶναι κάτι ἔξω ἀπό τήν  φύση μας καί δέν ἐξαρτιόμαστε καθόλου ἀπό τήν ἐξουσία του…» Τελευταία ὅμως, ἡ ἀπιστία ἔγινε θέμα καί τῶν πιστῶν, πιό πολύ ὅμως τοῦ Ἱερατείου· ἡ Ἐκκλησία δέχεται τώρα ἐπίθεση ἐκ τῶν ἔσω.

  Δέν ζοῦμε πιά στήν ἐποχή τῶν ἀπολογητῶν. Ζοῦμε στήν ἐποχή τῶν πραγματιστῶν γραφειοκρατῶν καί τοῦ ἀναχρονιστικοῦ φυλετισμοῦ. Ἡ ἐποχή μας εἶναι μιά ἐποχή διάλυσης καί κατακερματισμοῦ.

   Ὁ πρότερος ἀθεϊσμός  ἦταν λεκτικός καί λειτουργοῦσε περισσότερο ὠς πεδίο πολεμικῆς καί ἐπιχειρηματολογίας. Ὁ πραγματικός ἀθεϊσμός στίς μέρες μας εἶναι βουβός.  Τά φαινόμενα τῆς πραγματικῆς παθολογίας τήν ὁποία ἀντιμετωπίζουμε σήμερα (μιάς παθολογίας ὄχι ἀπλά ἱερατικῆς ἀλλά ἐνδοεκκλησιαστικῆς, συλλογικῆς καί ἀτομικῆς), εἶναι στό βάθος ἄφωνα. Ἄς ἀναφέρουμε μόνο τήν κοινοτυπία τῆς ἀπληστίας, τῶν ἐθισμῶν, τῆς δίψας γιά ἐξουσιαστική δύναμη, τῆς διεστραμένης σεξουαλικότητας…

  Ἡ ἐχθρότητα πρός τούς ἐκτός παραχώρησε τελικά τά πρωτεῖα στίς ἐσωτερικές (αὐτο)καταστροφικές δυνατότητες. Δέν ζοῦμε  σέ μιά ἐποχή ἀγάπης. Ζοῦμε σέ μιά (συγκρουσιακή) ἐποχή ἀδιαφορίας. Στίς μέρες μας δέν εἶναι εὔκολο, (ἄν καί θά μποροῦσε νά ἔχει ἐξαιρετική σημασία),  νά εἶναι κανείς ἕνας τίμιος θεολόγος, κληρικός, τίμιος μοναχός, ἀκόμη καί τίμιος πιστός. Ἄν καί ἐνοχλητικό, ὑπάρχει ἕνα δυνητικά καρποφόρο δίκιο στήν ἀμφιλεγόμενη ρήση τοῦ  LacanΜόνο οἰ θεολόγοι μποροῦν νά εἶναι πραγαμτικοί ἄθεοι. 

  Αὐτοί πού πρῶτοι ἔχουν χάσει τόν σύνδεσμό τους μέ τό Εὐαγγέλιο, ἐπομένως ἄθεοι, εῑναι πρῶτοι οἱ κληρικοί. Ὡς ὀρφανοί ἀπό Πατέρα, εἶναι ἀνίκανοι νά ἔχουν ἐν Χριστῶ ἀδελφούς·  γι’αὐτούς οἱ ἄλλοι μποροῦν νά λειτουργοῦν μόνο ὡς καθρέφτες τοῦ ναρκισσισμοῦ τους. Ἀλλιῶς ἀναγνωρίζονται μόνο ὡς ἐχθροί, ὡς ἀντίπαλοι.  Τήν ἀδαή τυπολατρία τους ἀκολουθεῖ ὁ ἐξοστρακισμός τοῦ Πνεύματος.   

  Ἡ παθολογική στέρηση τοῦ Πνεύματος τούς κάνει ἄψυχους. Ἡ κατάσταση αὐτή ἐμπερικλείει κενότητα. Αὐτή τους ἡ κενότητα εἶναι ναρκισσιστική καί ἐπιθετική. Χρειάζονται ἀπεγνωσμένα ἐχθρούς, λατρεύουν τήν δύναμη. Μιά δύναμη ἡ ὁποία ἐμπεριέχει ἀκλόνητη βεβαιότητα. Δύναμη τῆς θεσμοθετημένης παρουσίασης καί  ἀναπαράστασης. Δύναμη τῆς  ἀνθρώπινης κυριαρχίας ἐπί τοῦ θεϊκοῦ νοήματος, ἐπί τῶν ἱερῶν συμβόλων καί τῶν τελετῶν, ἐπί τῆς ἀνάμνησης (τοῦ παρελθόντος) καί τοῦ ἐλέγχου τοῦ παρόντος.  Μιά ἀποξενωμένη δύναμη. Ταυτόχρονα καταπιεστική καί δελεαστική, νευρωτική καί ναρκισσιστική. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἀλήθεια ἀποκλείει ἐντελῶς ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀλήθεια. Τό μεγαλύτερο πάθος τους εἶναι ὁ φθόνος, ἐνῶ εἶναι ἀνίκανοι νά ἀγαπήσουν.

  Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ δύναμη, (ἡ δύναμη νά ἀποκλείεις τόν Ἄλλο), εἶναι καθαυτή καταστροφική, τόσο γιά τήν ὁμάδα ὅσο καί γιά τόν περίγυρο.  Γιά τούς ἄλλους. Καί γιά ἐμᾶς. Αὐτά εἶναι τά λόγια τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ: Ἡ θεότητα δέν εἶναι περίπλοκη ιδωμένη ἀπό μιά μόνο προοπτική. Εἶναι δύσκολη ἀπό κάθε προοπτική.

 Τραυματισμένη ἡ Χριστιανική  Ἐκκλησία ἀπό τήν ἱστορία ἔγινε τελικά ἕνα παράδοξο μεῖγμα (ἀλληλοαποκλειομένων) φυλετισμοῦ καί ὀρθολογισμοῦ. Ἡ μέσω τοῦ δόγματος προϋποτιθέμενη καθολικότητά της, εἶναι διασκορπισμένη, ἐνῶ προβληματισμοί σχετικά μέ τήν ἐξουσία κυριαρχοῦν, ἀκόμη καί στό πεδίο τῆς ἐκκλησιολογίας της, ἀλλά περισςότερο διαυγής εἶναι ἡ διασάλευση μέ τήν ταύτιση τῆς συντριπτικῆς πλειοψηψίας τῶν κληρικῶν μέ ἀκροδεξιά μορφώματα.   

  Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ (ἐκκλησιαστική, θεολογική, ἰδεολογική) ἡγεμονία  λειτουργεῖ ὡς μιά τραγική ἄρνηση τοῦ  Χριστιανικοῦ ἰδεώδους τῆς  καθολικότητας.

 ΥΓ.

-Ὑπάρχουν ἀκόμη κάποια ἐρωτήματα πού περιμένουν νά τεθοῦν. Εἶναι πραγματικά ἐφικτό γιά τήν Ἐκκλησία νά εἶναι ἡ Μία, ταυτόχρονα ἐκπεφρασμένα μέ διαφορετικό λόγο; Ἐάν κάτι εἶναι καλό γιά τούς κληρικούς, εἶναι ἀπαραίτητα καλό καί γιά τούς λαϊκούς; Ἐάν κάτι εἶναι καλό γιά τούς ζηλωτές,  εἶναι ἀπαραίτητα καλό καί γιά τήν Ἐκκλησία;  Ποιά ἀκριβώς εἶναι ἡ θέση τοῦ οἰκουμενικοῦ χριστιανισμοῦ μέσα στό κοσμικό κράτος; Εἶναι πιθανό γιά τήν Ἐκκλησία νά  εἶναι ἡ Μία;  Πόσο Μία μπορεῖ νά εἶναι ἡ Ἐκκλησία ὅταν π.χ. ἡ ἀλλαγή ἠμερολογίου χώρισε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σέ τόσα κομμάτια; Πόσο Μία μπορεῖ νά εἶναι ἠ Ἐκκλησία ὁταν ἡ πρόσφατη ἐπέλαση τῆς πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ ἔθεσε σέ δοκιμασία τήν πίστη, μέ κηρύγματα πειρασμικά, ὅτι  οἰ πιστοί μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄτρωτοι ἀπό τόν ἰό; Γιατί δέν ἐπιστρέφουμε στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὅσον ἀφορᾶ τήν Ἱερά Μετάληψη; 

-Ἡ πραγματική Ὀρθοδοξία εἶναι ἱστορικά χαμένη ἀνάμεσα σέ δύο αὐτοκρατορικές δυνάμεις τῆς  ἐποχῆς μας, τήν Ρωσία καί τίς  ΗΠΑ. Οἰ Ρώσοι δροῦν ὡς αὐτοκρατορική δύναμη. Πιστεύουν ὅτι ἔχουν δύναμη καί πραγματικά χαίρονται μέ αὐτή τους τήν πεποίθηση. Γι’ αὐτούς ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι λειτουργοῦν ὡς οἱ φτωχοί τους ἀδελφοί. Οἱ φτωχοί ἀδελφοί ὅμως δέν εἶναι ἀπλά φτωχοί· εἶναι καί ἀνυπόφορα ἀδύναμοι. Ὄντας τόσο ἀδύναμοι, εἶναι ὅλοι τους περισσότερο ἤ λιγότερο χαμένοι ἀνάμεσα στούς δύο αὐτοκρατορικούς ἀφέντες: ἀνάμεσα στήν Ρωσική Ἀνατολή καί τήν  Δύση. Ἠ ἀσυμμετρία τῆς δύναμης εἶναι αὐτονόητη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου