Το 2019 το κυβερνόν κόμμα πέτυχε κάτι που έχει συμβεί ελάχιστες φορές στην μεταπολίτευση. Με την βοήθεια μιας ψευδαίσθησης επαναφοράς της «κανονικότητας» και τις αλλεπάλληλες χρεοκοπίες κρυμμένες κάτω από το χαλί, κατάφερε να κερδίσει μεγάλους δήμους, την συντριπτική πλειοψηφία στις περιφέρειες, την πρωτιά στις ευρωεκλογές και τελικά την αυτοδυναμία στις βουλευτικές εκλογές. Αυτό γέννησε προσδοκίες, τόσο στα μέλη του, όσο και σε όσους παρασύρθηκαν από αυτή την προοπτική της επιστροφής στην εποχή πριν την χρεοκοπία. Η χρήση του όρου «επιτελικό κράτος» έμοιαζε απόλυτα πετυχημένη.
Στα
3 χρόνια και κάποιους μήνες που μεσολάβησαν ο όρος «επιτελικό κράτος»
εξαφανίστηκε από την πολιτική ζωή από τους ίδιους που τον εισήγαγαν και τον
έκαναν πολιτικό σύνθημα και σημαία. Το αφήγημα κατέρευσε. Οι όποιες σημερινές επιτυχίες περιορίζονται
γύρω από φανταστικούς εξωτερικούς εχθρούς ενώ στο εσωτερικό η μοίρα και η
ατομική ευθύνη αποτέλεσαν τους δύο βασικούς άξονες της πολιτικής αδράνειας.
Κι
ενώ στο επίπεδο της ουσίας όλα αφέθηκαν στην τύχη τους, στο επίπεδο της
επικοινωνίας επιστρατεύτηκε κάθε μελετημένη πρακτική για την χειραγώγηση της
κοινής γνώμης. Μπορεί η τεχνολογία να προσφέρει δυνατότητες αλλαγής του τρόπου
με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και δρούμε στη δημοκρατία, όμως τελικά
αξιοποιήθηκε μέχρι τώρα, μόνο με όρους θεάματος. Τα τελευταία αυτά χρόνια στον
μέγιστο βαθμό.
Ένα
πολιτικό στέλεχος, από τον πρωθυπουργό της χώρας μέχρι και έναν δήμαρχο νησιού
των Κυκλάδων, δεν χρειάζεται να εκτελεί έργο, απλά να προσποιείται σε μια
φωτογραφία ότι εκτελεί πλαισιωμένη από μια λεζάντα τύπου «σηκώνουμε τα
μανίκια». Ένα χαμόγελο, ένα βλέμμα στον ορίζοντα, ένα φίλτρο αρκούν να δώσουν
και μια ευχάριστη αίσθηση στον δέκτη της πληροφορίας. Τίποτε περισσότερο από
την εικονική πραγματικότητα που μπορεί κάποιος να χτίσει μέσα στα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης. Η ουσία άλλωστε κουράζει.
Η
ουσία κουράζει γιατί απαιτεί κατανάλωση ενέργειας για σκέψη. Σε μια
καθημερινότητα που τρέχει πλέον με ρυθμούς ανεξέλεγκτους, ο λίγος ελεύθερος
χρόνος δεν προσφέρεται για στοχασμούς. Οι εύπεπτες πρακτικές του «λάικ» και του
«φαβ» μοιάζουν να αντικαθιστούν στην κοινωνία την έννοια της επιτυχίας και της
αποδοχής. Μόνο που ένα απλό «κλικ» πάνω στο λάικ ή μια θυμωμένη φατσούλα δεν
μπορεί να σταθεί ως πολιτική πράξη. Ο πιο απλός λόγος, ανάμεσα σε πολλούς γι’
αυτό, είναι ότι στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης όλα αυτά αγοράζονται
γρήγορα και απλά.
Η
πολιτική του «Ίνσταγκραμ» τελικά είναι μια πολιτική της αποδοχής χωρίς ιδεολογίες
ή πολιτικά συστήματα και ως τέτοια στέκεται μόνη της να κοιτάει στο κενό όπως
και το βλέμμα δεκάδων πολιτικών αυτής της χώρας στις φωτογραφίες τους. Η αστική
δημοκρατία εκφυλιζόμενη φτάνει στο σημείο εκείνο που δεν έχει πια τίποτε να
προσφέρει στην κοινωνία παρά μια εικονική σιγουριά πέρα από τα όρια της
αποχαύνωσης. Το «1984» έχει περάσει από την μυθοπλασία στην επικαιρότητα και η
φράση του Θουκιδίδη «ελευθερία ή ησυχία» είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.
Μένει να απαντηθεί το ερώτημα του μεγάλου (και λίγο δικού μας) Κορνήλιου: «Θα μπορέσει η κοινωνία να ξεφύγει από αυτή την αδράνεια;» Το Ξάνεμο επιστρέφει για να συνεισφέρει στη δημιουργία προϋποθέσεων της «φασαρίας» του Θουκυδίδη και να ανοίξει και πάλι τον διάλογο που παραμένει μοναδικό όπλο απέναντι στην μιντιακή και σοσιαλμιντιακή μονόδρομη επικοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου