Σήμερα, όταν σκεφτόμαστε το φασισμό και το
ναζισμό, συνειρμικά, και όχι αδικαιολόγητα, μας έρχονται στου νου εικόνες από
σειρές με πειθαρχημένους άριους να παρελαύνουν με
δάδες και σκεφτόμαστε τον ρατσισμό, τον σοβινισμό, τον πόλεμο, την καταστροφή.
Εύκολες πλάνες… Γιατί μπορεί αυτά να ισχύουν, όμως στρέφουν την προσοχή μακριά
από τους αστικούς θεσμούς και τα παραδοσιακά πολιτικά και στρατιωτικά πρόσωπα
που βοήθησαν το φασισμό να εδραιωθεί σχεδόν στο σύνολο των κρατών της Ευρώπης.
Χωρίς, λοιπόν, την συναίνεση, την αποδοχή και την
ενεργό συμμετοχή της παραδοσιακής αστικής ελίτ, ο φασισμός δεν θα είχε αποδοχή.
Τα προπολεμικά χρόνια ο Γερμανικός φασισμός
με τον σατανικό «εβραιομπολσεβικισμό» που τον συνόδευε φαινόταν σε έναν
οποιονδήποτε παρατηρητή ένα στιβαρό πολίτευμα, που είχε δημιουργήσει μια
ανθούσα οικονομία και που πολλά από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της φαίνονταν
ιδιαίτερα ελκυστικά, κυρίως όσα αφορούσαν στο τσάκισμα του εργατικού γερμανικού
κινήματος. Ακόμα και στο Λονδίνο υπήρχαν ναζιστικές
λέσχες, ενώ μερίδα της άρχουσας τάξης της Βρετανίας υποστήριξε ανοικτά το
φασιστικό πολιτικό σύστημα. Είχαν φτάσει μάλιστα στο σημείο να κάνουν και
παρελάσεις στους δρόμους του Λονδίνου στα πρότυπα των Γερμανικών ταγμάτων
ασφαλείας.
Έτσι κι αλλιώς, ο κοινοβουλευτισμός στην
Αγγλία χρησιμοποιούσε ξεχασμένους μεσαιωνικούς νόμους ενάντια στην
συνδικαλιστική δραστηριότητα, μα και στο ισχυρό αντιμιλιταριστικό κίνημα που
δρούσε εκείνη την εποχή στην χώρα της Γηραιάς Αλβιώνας.
Από το 1936 που η Ελλάδα ζούσε κάτω από ένα φασιστικό πολιτικό καθεστώς, αναζητούσε την ομοίωση με τα καθεστώτα του ναζισμού και του φασισμού που κυριαρχούσαν στην κεντρική, την νότια και την ανατολική Ευρώπη: από την Φιλανδία ως την Ιταλία, την «υγειονομική ζώνη», δηλαδή, απέναντι στην ΕΣΣΔ σύμφωνα με τον Τσώρτσιλ. Λογικό, καθώς ο κοινοβουλευτισμός μοιραζόταν το βασικό επιχείρημα για την ύπαρξη των καθεστώτων αυτών: Την αντιμετώπιση του κουμμουνιστικού κινδύνου.
Όταν, με συναίνεση της Βουλής, επιβλήθηκε από
το παλάτι το φασιστικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω
ήταν κάτοχος των τίτλων του πρώτου «Έλληνα εργάτη» και του πρώτου «Έλληνα
αγρότη», τις ίδιες ακριβώς μέρες ξεκινούσε στην Ισπανία ο εμφύλιος πόλεμος.
Κάτι που βοήθησε την κυβέρνηση να διακηρύσσει ότι η Ελλάδα δεν έγινε Ισπανία
και ότι στον ηγέτη Μεταξά οφείλεται η σωτηρία της χώρας από παρόμοια δεινά.
Άλλωστε, κεντρικό άξονα δράσης η 4η Αυγούστου
είχε την καταπολέμηση του κομμουνισμού, ο οποίος εθεωρείτο μέρος μιας
συνωμοσίας άθεων που θα ανέτρεπε την Παγκόσμια τάξη. Σε ραδιοφωνικό του
διάγγελμα ο φασίστας Μεταξάς αναφέρει: «Ολίγον
έλειψε να
καταποντισθώμεν μέσα εις τον πλέον ανόσιον εμφύλιον σπαραγμόν. Γνωρίζετε τι
παρασκευάζουν οι τρελοί ανατροπείς (σ.σ κομμουνιστές) του κοινωνικού μας καθεστώτος[…] Κανείς σας πλην των
γνωστών δημαγωγών και των παραφρόνων ανατροπέων δεν θέλει να ιδή τον τόπο μας
να πέση εις την τύχην της δυστυχούς Ισπανίας[…].
Η προπαγάνδα αυτή συνοδευόταν από καθημερινά άρθρα
στις εφημερίδες, με προμετωπίδα την
«Καθημερινή», με πλούσιο φωτογραφικό ρεπορτάζ από την τραγωδία της Ισπανίας και
με σενάρια συνωμοσίας, όπου μέσα από δαιδαλώδη σενάρια περιέγραφαν πως οι
μπολσεβίκοι, για να αποφύγουν εσωτερικά προβλήματα, αποφάσισαν να επεκτείνουν
τον άθεο και διαβολικό κομμουνισμού σε όλη την Ευρώπη.
Έτσι, με τα σενάρια τρόμου να κυριαρχούν, με
την ανοικτή βία του καθεστώτος που προκαλούσε φόβο, μα και με λίγο παντεσπάνι
που μοίρασε η φασιστική κυβέρνηση, η μεγάλη μάζα του λαού παρέμεινε απαθής.
(Διάβασε Κώστας Λουλουδάκης: Περί Φασισμού και Δυσάρεστων Υπενθυμίσεων )
Όπως γράφει και ο Ιστορικός της εποχής
Γρηγόρης Δαφνής στο έργο του «Η Ελλάς μεταξύ δυο πολέμων»: «…αί λαϊκαί
μάζαι παρέμειναν απαθείς και διότι η δικτατορία τους πρόσφερε υλικά
ανταλλάγματα, ως την απόσβεσιν των αγροτικών χρεών την βελτίωσιν των ημερομισθίων,
την οικονομικήν σταθερότητα, και διότι τα, από του 1932 μέχρι του 1936,
πολιτικά γεγονότα είχαν προκαλέσει δυσφορίαν εναντίον των κομμάτων». Και πράγματι, καθιερώθηκε ελάχιστο μεροκάματο,
ανεξαρτήτως ημερών απασχόλησης. Νομοθετήθηκαν οι κλαδικές συμβάσεις εργασίας
και η άρχισε δειλά η εφαρμογή του οκταώρου. Βέβαια, οι εργοδότες δεν
συμφωνούσαν και έβρισκαν «δαπανηρή» την πολιτική αυτή. Το φασιστικό καθεστώς
όμως, τους πρόσφερε ως αντάλλαγμα την κατάργηση των απεργιών, απαγόρευσε τη
σύσταση σωματείων και επέβαλε τον κρατικό και εργοδοτικό έλεγχο του
συνδικαλισμού. Όμως, για να μην είμαστε άδικοι, είχαν φροντίσει «[…]να
εξασφαλίσουμε στους ενδεείς και στους πτωχούς τουλάχιστον ένα πιάτο ζεστό
φαγητό και ένα κρεβάτι στο νοσοκομείο, αν αρρωστήσουν», όπως έλεγε ο φασίστας Μεταξάς.
Τα φαινόμενα όμως απατούσαν. Η απάθεια του
κόσμου σιγά- σιγά εγκαταλείπεται και παραχωρεί την θέση της στην παθητική και
στην ενεργητική αντίσταση. Στην Κρήτη, το καλοκαίρι του 1938 ξέσπασε ένοπλος
αγώνας ενάντια στους φασίστες, που όμως πνίγηκε γρήγορα στο αίμα από τον στρατό
που έστειλε ο βασιλιάς Γεώργιος στο νησί, και βέβαια ξεσπούν και οι σκληρές
διώξεις εναντίον των κομμουνιστών, μα και όσων ο υπουργός Ασφαλείας
Κωνσταντίνος Μανιαδάκης θεωρούσε ότι αλληθωρίζουν προς τα αριστερά-μιας και
στις μεγάλες πόλεις αναπτύσσονται αντιφασιστικά κινήματα κυρίως μέσα στις
τάξεις των φοιτητών-με σκοπό τον εξοβελισμό όλων αυτών των δαιμονικών και
αντιχριστιανικών δυνάμεων από την πολιτική ζωή.
Ωστόσο, την ιδία ανοικτή βία ενάντια στις
εργατικές διεκδικήσεις χρησιμοποιούσαν με αύξοντα ρυθμό και οι κοινοβουλευτικές
κυβερνήσεις, ιδιαίτερα το κόμμα των φιλελευθέρων, δηλαδή, οι Βενιζελικοί. Η
πρωτοτυπία του Μεταξά ήταν ότι κατήργησε τα κοινοβουλευτικά κόμματα, επέβαλε
λογοκρισία στις εφημερίδες, απαγορεύοντας μάλιστα να δημοσιεύουν οτιδήποτε
αρνητικό για τα φασιστικά καθεστώτα της Ευρώπης που ανθούσαν, και κατήργησε τα
υπολείμματα των ατομικών ελευθεριών.
Εκεί που διέπρεψε, όμως, η κυβέρνηση Μεταξά, ήταν στο σύστημα των δηλώσεων αποκηρύξεως του κομμουνισμού και των πολιτικών φρονημάτων. Οι δηλώσεις αυτές στόχευαν στην ηθική καταρράκωση όσων αντιδρούσαν και στην κατάργηση της τιμής και της αξιοπρέπειάς τους. Ευφυής ιδέα, είναι η αλήθεια, και συνέχεια του βενιζελικού Ιδιωνύμου, γιατί έφερε τον διχασμό στην Αριστερά και χώρισε τους ανθρώπους της σε δυο κατηγορίες: αυτή των δηλωσιών και αυτή των μη δηλωσιών.
Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του
μεταξικού καθεστώτος είναι ότι οδηγούσε στην κατάσχεση και στη συνέχεια στην
πυρά βιβλία και έντυπα που δεν ήταν αρεστά στο παλάτι και στους φασιστές. Το
άρθρο 10 του νόμου 117/1936 γράφει επί λέξει: «Οι εν
γένει εκδόται και βιβλιοπώλαι, κάτοχοι βιβλίων ή άλλων εντύπων των οποίων το
περιεχόμενο εκδήλως αντίκειται προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου ως
αναφερόμενον εις θεωρίας, ιδέας και συστήματα περί ων το άρθρο 1 του παρόντος
υποχρεούνται εντός προθεσμίας 20 ημερών από της δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου
να προσαγάγωσι και παραδώσωσι τα έντυπα ταύτα εις τας κατά τόπους αρμοδίας
Αστυνομικάς Αρχάς συντασσομένου πρωτοκόλλου παραδόσεως. Οι μη συμμορφούμενοι[…] τιμωρούνται διά φυλακίσεως τριών μηνών μέχρι ενός έτους
και ισοχρόνου εκτοπίσεως. Υφισταμένης αμφιβολίας παρά τω κατόχω περί του κατά
τ’ ανωτέρω επιτρεπτού ή μη της κατοχής και εμπορίας εντύπου τινός, αποφαίνεται
οριστικώς και αμετακλήτως τριμελής Επιτροπή αποτελούμενη υπό του νομάρχου, του
Εισαγγελέως, των Πρωτοδικών και του Αστυνομικού Διευθυντού ένθα τα κατεχόμενα
έντυπα».
τεκμηρίων του ανθρώπινου πολιτισμού που η δικτατορία όχι μόνο απαγόρευε, αλλά ήθελε και να εξαφανίσει αφού οργάνωνε τελετές, όπου καίγονταν δημόσια όλα τα βιβλία και τα έντυπα που είχαν κατασχεθεί. Βέβαια, όλα αυτά είχαν ξεκινήσει προτού θεσπιστεί η μεταξική αντικομμουνιστική νομοθεσία. Για παράδειγμα, λίγες μέρες μετά την επιβολή της δικτατορίας, στις εφημερίδες υπήρχε η εξής ανακοίνωση: «Η Εθνική Φοιτητική Νεολαία Πειραιώς προβαίνουσα εις την εξαφάνισιν διά της πυράς ολοκλήρου σειράς κομμουνιστικών εντύπων την προσεχήν Κυριακήν ώραν 8 μ.μ. εν τη πλατεία Πασαλιμανίου Πειραιώς, προσκαλεί άπαντας τους εθνικόφρονας νέους, όπως προσέλθουν εν τη πλατεία Τερψιθέας 7 μ.μ. ίνα εν σώματι μεταβούν και συμμετάσχουν εις την τελετήν».
Τέτοιες ανακοινώσεις ήταν συχνό φαινόμενο κι
όπως εύκολα μπορεί ν’ αντιληφθεί κάποιος, ο χαρακτηρισμός ενός εντύπου ως
κομμουνιστικού ή ως ανατρεπτικού είχε πολύ ευρύ περιεχόμενο. Σχεδόν
απροσδιόριστο. Ο δημοσιογράφος και ιστορικός Σπύρος Λιναρδάτος γράφει
χαρακτηριστικά γι’ αυτό το θέμα: «Μέλη
φασιστικών οργανώσεων και διάφοροι τραμπούκοι ή πληρωμένοι αλήτες, με άγριους
αλαλαγμούς χαράς, άναψαν σε δημόσιους χώρους μεγάλες φωτιές κι έκαψαν
εκατοντάδες τόμους βιβλίων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Ανάμεσα στα βιβλία που
κάηκαν δεν ήταν μόνον του Μαρξ, του Ενγκελς, του Λένιν, του Πλεχάνωφ και των
άλλων κλασικών του Μαρξισμού, αλλά και του Χάινε, του Μπέρναρ Σω, του Φρόυντ,
του Τσβάιχ, του Ανατόλ Φρανς, του Γκόρκι, του Ντοστογιέφσκι, του Τολστόι, του
Γκαίτε, του Φίχτε, του Δαρβίνου, του Παπαδιαμάντη, του Καρκαβίτσα κλπ.».
Μερικοί άνθρωποι του πνεύματος που έκαναν
καριέρα στο φασιστικό καθεστώς ως λογοκριτές βιβλίων
ήταν οι: Κλέων Παράσχος, Ειρήνη Δημητρακοπούλου – Αθηναία πιο γνωστή ως Ειρήνη
Μεγαπάνου, Γεώργιος Πράτσικας, Γρηγόριος Στεφάνου,
Γεράσιμος Άννινος…
—
Ποιος ήταν αλήθεια ο Ιωάννης Μεταξάς που
μεριμνά για να σωθεί το έθνος από τον άθεο κομμουνισμό;
Σύμφωνα με τον σπουδαίο στοχαστή της
εφημερίδας «Καθημερινής», Στέφανο Κασιμάτη: «[…]φασίστας,
με την έννοια που έχει ο όρος στην Ιστορία και στην Πολιτική Επιστήμη, δεν
ήταν. «Φασίστας» με την έννοια του καφενείου είναι άλλη υπόθεση […] ο θεσμός του καφενείου, τελικά, πάντα επιβάλλει τις
αξίες του (και μαζί τους διάφορες πολιτικές σκοπιμότητες που συμπορεύονται),
έχει καταβληθεί προσπάθεια για να μειωθεί ο προσωπικός ρόλος του Ι. Μεταξά στην
28η Οκτωβρίου. Ωστόσο, η σοβαρή ιστορική έρευνα οδηγεί στην αντίθετη κατεύθυνση
και μάλλον ενισχύει την εικόνα του ως εθνικής προσωπικότητας. Διότι ο Μεταξάς,
ουσιαστικά, συνέχισε την εξωτερική πολιτική της τελευταίας τετραετίας του
Βενιζέλου[…]».
Ασφαλώς,
σεβόμαστε την άποψη του κυρίου Κασιμάτη, όμως νομίζουμε πως είναι απαραίτητο να
καταθέσουμε και την γνώμη του «καφενόβιου» Βρετανού στρατηγού Χένρι Μέτλαντ
Ουίλσον ο οποίος διετέλεσε Γενικός διοικητής όλων των βρετανικών στρατευμάτων
στην Αίγυπτο και, αργότερα, διοικητής των βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα: «κάτω από
την δικτατορία του Μεταξά, είχαν υιοθετήσει ορισμένες ναζιστικές ιδέες.[…]Η
θέσις μας στην Ελλάδα ήταν πραγματικά παράδοξη: Αγωνιζόμαστε εναντίον του
ολοκληρωτισμού ενισχύοντας μια φασιστική κυβέρνηση εναντίον μιας άλλης».
Ενώ ο ποιητής, πεζογράφος, δημοσιογράφος και πολιτικός, Ασημάκης Πανσέληνος (1903- 1984), στο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του με τίτλο «Τότε που ζούσαμε» μας χαρίζει το πορτρέτο του φασίστα Μεταξά: «[…]Κλειστός στις μονομανίες του και στο σπίτι του με την αυταρέσκεια παρανοϊκού, αυτοεροτεύεται και παλεύει σκληρά με τον εαυτό του.[…]Από την Αθήνα βρέθηκε ξαφνικά στο Βερολίνο να φοιτά στην Πολεμική Ακαδημία. Το μουλαρίσιο πρώσικο πνεύμα έδωσε απάντηση στο μεγαλομανιακό παραλήρημα του. Όταν κατασταλάζει διαπιστώνει οριστικά το προσωπικό του ιδανικό και το εθνικό όραμα του-γράφει: “πατρίς δι’εμέ δεν είναι η από του 1821 γεννηθείσα, διότι ως Μεταξάς ανήκω εις το γένος όπερ υπήρξεν πρότερον της πατρίδας ταύτης”. Απερίγραπτα πράγματα. Συχνά θα τον δούμε να αντιπαραθέτει με νοσηρή βεβαιότητα τον εαυτό του στο έθνος[…].Ο Μεταξάς ήταν ένα άνθρωπος κακός και δυστυχισμένος και για το λόγο τούτο παραπάνω δειλός[…]».
Ωστόσο, το σπουδαίο πνεύμα του Κασιμάτη έχει
ένα δίκιο όσο αφορά την άποψη πως ο Μεταξάς ήταν ο συνεχιστής της εξωτερικής
πολιτικής του Βενιζέλου. Πράγματι, η ιδεολογία του φασιστικού «Τρίτου Ελληνικού
Πολιτισμού», εκτός τον αντικομμουνισμό, είχε ως
βασικό χαρακτηριστικό, την ανασυγκρότηση από τα ερείπια της βενιζελικής
«Μεγάλης Ιδέας» και ως περίζωμα τον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό», που τον
παρουσίαζαν ως συνεχιστή της αρχαίας Σπάρτης και του Βυζαντίου. Όμως, όλο
αυτό το εθνικό μεγαλείο ήταν πιστό στις «υποχρεώσεις» του απέναντι στις
απαιτήσεις της αγγλοκινούμενης μοναρχίας και του αγγλικού παγκόσμιου
στρατηγικού συστήματος. (Όπως ακριβώς και η Ελλάδα των πέντε ηπείρων και των
δυο θαλασσών του Βενιζέλου η οποία όμως δεν συμπεριελάμβανε στα εθνικά σύνορα
της ούτε την Ρόδο και τα Δωδεκάνησα που ήταν υπό Ιταλική κατοχή, ούτε την Κύπρο
που ήταν υπό βρετανική κυριαρχία. Εκεί ο Βενιζέλος το έπαιζε καφενόβιος…)
Εν τούτοις όσο διαβόητος Γερμανόφιλος και να
ήταν ο Μεταξάς, ήδη από την περίοδο του λεγόμενου «Εθνικού Διχασμού» 1915-1917,
τις πολιτικές και τις εξωτερικές συμμαχίες δεν τις καθορίζουν ούτε οι
προσωπικές συμπάθειες ούτε οι αντιπάθειες του κάθε προσώπου. Ο σπουδαίος
Ιστορικός συγγραφέας Ι. Γ. Κορωνάκης στο βιβλίο του «Η Πολιτεία της 4ης
Αυγούστου, Φως εις μίαν πλαστογραφημένην περίοδον της Ιστορίας μας», για το θέμα
αναφέρει: οι Βρετανοί «[…]κατέφυγαν είς την προσφιλή των μέθοδον:
έβαλαν τους ονόματι μόνον Έλληνας να κηρύξουν την χώραν των έν κινδύνω, να
φωνάξουν αναιδώς, ότι τα εθνικά συμφέροντα δήθεν διακυβεύονται από την ύπαρξιν
δημοκρατικών ελευθεριών και κοινωνικής δικαιοσύνης[…] και εγκατέστησαν μίαν ειδεχθή ολιγαρχίαν του τύπου της
παλαιάς αθηναϊκής ολιγαρχίας[…] η οποία εκυβέρνα διά λογαριασμόν των με κύριον
άξονα τον βασιλέα Γεώργιον, ο οποίος αυτοχρήμα και είς την πραγματικότητα ήτο
τοποτηρητής ή μάλλον αντιβασιλεύς, κυβερνών εξ ονόματος της Α.Μ του βασιλέως
της Αγγλίας».
Ρυθμιστικό ρόλο στις πολιτικές και
στρατιωτικές συμμαχίες παίζει η οικονομική κυριαρχία και το μονοπωλιακό
κεφάλαιο, ντόπιο και ξένο. Το ελληνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο και κυρίως το
ναυτιλιακό ήταν στενά συνδεδεμένο μόνο με την Αγγλία. Και το πιο ισχυρό
κεφάλαιο στην Ελλάδα ήταν το αγγλικό, έπειτα το γαλλικό και αμερικανικό. Η
Γερμανία, εκείνα τα χρόνια, δεν διέθετε καμία αξιόλογη θέση πέρα από ένα 4%
στις ξένες επενδύσεις. Εμπνευστής, λοιπόν, και θεμελιωτής του
φασιστικού καθεστώτος της Ελλάδας ήταν ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, με τοπάρχη τον
Άγγλο βασιλιά της χώρας Γεώργιο τον Β΄. Γι’ αυτό και ο Μεταξάς δεν έκανε βήμα
πριν συμβουλευτεί τον Γεώργιο, μα και τον τότε πρέσβη της Αγγλίας Μάικλ Πάλαιρετ.
Ωστόσο, η φασιστική Μεταξική δικτατορία και ο
θαυμασμός της προς τα άλλα φασιστικά καθεστώτα διευκόλυνε την διείσδυση της
γερμανικής πέμπτης φάλαγγας στην Ελλάδα, διαβρώνοντας κυρίως τις ένοπλες
δυνάμεις. Αυτό, όμως, ήταν κάτι που είχε γίνει και σε άλλες χώρες μη
εξαιρουμένης της Αγγλίας και της Γαλλίας. Ο αντικομμουνισμός ή καλύτερα ο
«σατανικός εβραιομπολσεβικισμός» ήταν ο ελκυστικότερος και
αποτελεσματικότερος σύμμαχος της φασιστικής γερμανικής κατασκοπίας, ώστε να
προσεταιρίζεται τους πάντες…
—
Μέχρι το
καλοκαίρι του 1940 ο πόλεμος δεν είχε φτάσει στη Μεσόγειο, όμως, είχε ήδη
προκαλέσει αλλαγές στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Πολωνία, Δανία, Νορβηγία,
Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Αυστρία, είχαν
υποταχτεί στην νέα φασιστική τάξη πραγμάτων. Και μάλιστα, πλην Πολωνίας, χωρίς
να ανοίξει ρουθούνι. Όταν, όμως, η Γερμανία εισέβαλε στην φασιστική Πολωνία, η
Αγγλία κήρυξε τον πόλεμο στην Γερμανία, που έμεινε γνωστός ως “Γελοίος Πόλεμος”
(Drole de Guerre) γιατί,
παρά την κήρυξη πολέμου, η μια μερίδα των εμπολέμων, οι σύμμαχοι, δεν έπαιρνε
μέρος σε πόλεμο εναντίον της Γερμανίας.!
Όταν δε έπεσε και η Γαλλία και μετά
ακολούθησε η κυβέρνηση του Βισύ, η οποία στηρίχτηκε σε μια μεγάλη μερίδα
πολιτών, που έτρεφαν φασιστικά «αισθήματα», φαινόταν ότι η μοναχική και
τραυματισμένη Αγγλία δεν μπορούσε επαρκώς να καλύψει τα κενά και να διατηρήσει
την προηγούμενη προ του πολέμου αποικιακή ισορροπία.
Ακολούθως, η Ιταλία θεώρησε ότι η λεκάνη της
ανατολικής Μεσογείου αποτελούσε ένα απάνεμο λιμάνι. Μια ευκαιρία συσχετισμών
που εκείνη την εποχή της έδιναν άπειρες δυνατότητες να παρουσιαστεί ως ισότιμος
εταίρος της ναζιστικής Γερμανίας. Η κυρίαρχος, όμως, των ανοιχτών θαλασσών
Αγγλία ουδεμία πρόθεση είχε να αφήσει ελεύθερο το πεδίο, κάτι που εκδηλώθηκε με
εξαιρετικά βίαιο τρόπο και συμβολικά, όταν ο βρετανικός στόλος
επιτέθηκε και βύθισε τον Γαλλικό στόλο των νέων συμμάχων των Γερμανών. Η Ιταλία
των ρητορικών εξάρσεων του Μουσολίνι δεν πήρε το μήνυμα και επιτέθηκε στην
βόρειο Αφρική και στην Ελλάδα.
Οι Ιταλοί, που από τον Απρίλιο του 1939 είχαν καταλάβει την Αλβανία, προσπάθησαν και έκαναν σαφείς τις προθέσεις τους όσον αφορά στην Ελλάδα. Στις 12 Ιούλη 1940 ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν ένα αντιτορπιλικό και ένα βοηθητικό σκάφος του ελληνικού στόλου. Στις 30 Ιούλη βομβάρδισαν δύο αντιτορπιλικά και στις 2 Αυγούστου ένα περιπολικό. Στις εφημερίδες, όμως, επικρατούσε όπως και στην κυβέρνηση, σιγή ασυρμάτου. Ακόμα και όταν στις 15 Αυγούστου 1940 μία τορπίλη του ιταλικού υποβρυχίου Nτελφίνο βύθισε ξαφνικά το ελαφρύ καταδρομικό «Έλλη», που βρισκόταν έξω από το λιμάνι της Τήνου, η κυβέρνηση εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία επισήμαινε, ότι το «Έλλη» βυθίστηκε από υποβρύχιο αγνώστου εθνικότητας.
Γι’ αυτό
και όταν στις 25 Οκτωβρίου το ελληνικό Εθνικό Θέατρο εγκαινίαζε τη χειμερινή
του περίοδο με την παράσταση «Μαντάμ Μπατερφλάι» του Πουτσίνι από τη Λυρική
Σκηνή, καλεσμένοι του Μεταξά και του Γεωργίου ήταν η ηγεσία της ιταλικής
πρεσβείας, και ο γιος του Πουτσίνι με τη σύζυγό του. Το επόμενο βράδυ της 26ης
Οκτωβρίου, η ιταλική πρεσβεία έδωσε δεξίωση προς τιμήν του ζεύγους Πουτσίνι,
στην οποία είχε προσκληθεί σχεδόν όλος ο «καλός κόσμος» της προηγούμενης
βραδιάς και φυσικά η ελληνική κυβέρνηση και η βασιλική οικογένεια. Εντούτοις, η
πολιτική εκπροσώπηση της χώρας περιορίστηκε στις παρουσίες του μόνιμου
υφυπουργού Εξωτερικών Νικ. Μαυρουδή και του υφυπουργού Τύπου και Τουρισμού Θ.
Νικολούδη. Τα τραπέζια ήταν διακοσμημένα με ελληνικές και ιταλικές σημαίες, ενώ
η τούρτα έφερε πάνω τη φράση «Ζήτω η Ελλάς».
Μετά τις 5 το πρωί της 27ης Οκτωβρίου του
1940, όταν έφυγαν και οι τελευταίοι καλεσμένοι από την ιταλική πρεσβεία, ο
πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι πήρε το αποκρυπτογραφημένο τηλεγράφημα. Επρόκειτο
για μια τελεσιγραφική διακοίνωση της ιταλικής προς την ελληνική κυβέρνηση.
«… η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να
ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν – ως εγγύησιν διά την ουδετερότητα της
Ελλάδος και ως εγγύησιν διά την ασφάλειαν της Ιταλίας – το δικαίωμα να καταλάβη
διά των ενόπλων αυτής δυνάμεων, διά την διάρκειαν της σημερινής προς την
Αγγλίαν ρήξεως, ορισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. Η Ιταλική
Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή εις την
κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν διέλευσιν των
στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσι…» Το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου
βρήκε τον πρέσβη Γκράτσι να παραδίδει το τελεσίγραφο στον Μεταξά. «Όταν
τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη
αλλά σταθερή: «Alors, c’ est la querre» (σ.σ. ώστε έχουμε πόλεμο)», γράφει ο Γκράτσι. Το «ΟΧΙ» δεν το
είπε ποτέ ο Μεταξάς. Ήταν τίτλος της εφημερίδας «Ελληνικόν Μέλλον της 30ης Οκτωβρίου
1940. Έκτοτε καθιερώθηκε ο μύθος ως γεγονός…
Ο Μεταξάς, βέβαια, όσο αφορά στην
ουδετερότητα της Ελλάδας είχε γράψει: «Είμεθα
ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτα δεν κάνομε
χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές ό,τι κάνομε γίνεται
κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής
αυτοκρατορικής αμύνης». Εντούτοις, ο Μεταξάς μπροστά στο ενδεχόμενο πολεμικής
εμπλοκής της Ελλάδας με την Ιταλία, επιχείρησε να διερευνήσει τη δυνατότητα
απεμπλοκής από την Αγγλία και συμβιβασμού με τις απαιτήσεις του φασιστικού
μπλοκ της Ευρώπης. Να πώς ο ίδιος περιέγραψε αυτό το θέμα: «Μη
νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην φαντασθήτε ότι
εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. ‘Η ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και
μπορούσε να γίνει διά να τον αποφύγωμε… Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την
κατεύθυνσιν τον Αξονος, μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορούσε
να είναι μία εκουσία προσχώρησις της Ελλάδος εις τη «Νέαν Τάξιν». Προσχώρησις
που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ «ως εραστήν του Ελληνικού
πνεύματος». Φυσικά
δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Αγγλοι
θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των… Θα
εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, αλλά τρεις αυτήν τη φοράν Ελλάδες.»
Ο Γεώργιος Καφαντάρης είχε πει με δεικτικό τρόπο για τη
στάση του Μεταξά απέναντι στο ιταλικό τελεσίγραφο: «Είπε το ΟΧΙ, ο
μόνος Έλληνας που θα μπορούσε να πει το ΝΑΙ», ενώ ο Γιώργος Σεφέρης
έγραψε για το Μεταξικό καθεστώς: «Μικρά μυαλά, μικρές
λεπτομέρειες και φόβος, φόβος Θεέ μου, όλους τους συνέχει ο φόβος.
Ευνουχισμένοι άνθρωποι. Αντίθετα το ηθικό του μετώπου και του λαού
καταπληκτικό. Ζούμε μεγάλες στιγμές».
Εν κατακλείδι, έχουμε να πούμε πως τις
αποφάσεις δεν τις επιβάλλουν οι ιδεολογικές και πολιτικές προτιμήσεις των
ηγετών, αλλά τα γενικότερα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων στην εσωτερική και
διεθνή τους διάσταση.
«Αι
ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από την 5ην π.μ σήμερον τα ημέτερα
τμήματα προκαλύψεως της ελληνο-αλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις
αμύνονται του πάτριου εδάφους», ανακοίνωσε
νωρίς το πρωί της 28ης Οκτώβρη το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Η αντίδραση άμεση.
Ο λαός πλημμύρισε τους δρόμους της Αθήνας και σχημάτιζε μεγαλειώδεις
διαδηλώσεις. «Θάνατος στο φασισμό», φώναζαν ρυθμικά οι διαδηλωτές μπροστά στα
μάτια των αστυνομικών. Και όσο και αν φαίνεται απρόσμενο ή αφύσικο, ο λαός με
χαμόγελο έγραψε την ιστορία του.
Την μέρα που ξεκίνησε ο φασιστικός πόλεμος.
Βιβλιογραφία- αναφορές:
Νίκος Ψυρούκης: Ο Φασισμός και η 4η Αυγούστου.
Γιώργος Μαργαρίτης: Προαγγελία Θυελλωδών
Ανέμων.
1936 Ελλάδα Ισπανία, Συλλογικό Έργο.
Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο».
Άλκης Ρήγος: «Το Νέον Κράτος Του Μεταξά» «Ε
Ιστορικά» Τόμος 5
Φοίβος Οικονομίδης: «Η ΕΟΝ ο Μεταξάς και η
Γερμανία» «Ε Ιστορικά» Τόμος 5
«Ο Ιωάννης πίσω από τον Μεταξά» Πρόλογος:
«Γιατί ο Μεταξάς» του Στέφανου Κασιμάτη (εφημερίδα «Καθημερινή» http://www.kathimerini.gr/807579/interactive/epikairothta/hgetes/iwannhs-meta3as)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου