Ήταν πριν είκοσι και κάτι χρόνια όταν πρωτογνώρισα την Μέμα. Όποτε ένας μαθητής πιάνου φτάσει στην τάξη του πτυχίου, είθισται να τον ακούν περισσότεροι δάσκαλοι. Έτσι κι η δική μου δασκάλα, η γνωστή μας Γιάννα Ακριβοπούλου, με ανέβασε ένα μεσημέρι τα σκαλιά του παλιού αρχοντικού πίσω από το Πολυμέρειο. Μου είχε πει πολλά για την Μέμα, κι η Γιάννα είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να περιγράφει κάποιον. Έτσι στο μυαλό μου είχα πλάσει μια εικόνα. Περίμενα κάποια αυστηρή ηλικιωμένη κυρία και η κυρία που μας άνοιξε ήταν ακριβώς έτσι. Περάσαμε στο σαλόνι με τα παλιά έπιπλα και το πιάνο και καθίσαμε. Η Γιάννα και η κυρία μιλούσαν για λίγη ώρα και εγώ απορούσα γιατί δεν με βάζουν να παίξω να τελειώνουμε. Μόνο όταν η Γιάννα ρώτησε αν η Μέμα θα αργούσε κατάλαβα τι συμβαίνει. Η κυρία ήταν η μητέρα της.
Όταν η Μέμα μπήκε στο σαλόνι, μου έμοιαζε αλλόκοτη. Το παρουσιαστικό της θύμιζε περισσότερο νεαρή επιστήμονα παρά δασκάλα πιάνου. Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς τι μου είπε όταν έπαιξα τελικά. Σίγουρα όμως δεν έμεινε ικανοποιημένη και σίγουρα είχε διακρίνει το πρόβλημα στο παίξιμό μου από τις πρώτες δέκα νότες που άκουσε. Αυτό είναι το πρώτο χαρακτηριστικό ενός καλού δασκάλου, η αντίληψη του προβλήματος του μαθητή. Έπαιζα άτσαλα, όπως μου έλεγε συχνά κι η Γιάννα, “τσαλαβουτούσα”. Η Γιάννα βέβαια με άκουγε να παίζω κάθε μέρα, χωρίς υπερβολή. Όπως όλοι οι δάσκαλοι που δένονται με τους μαθητές τους, δεν ασχολούνταν τόσο με το πρόβλημά μου γιατί πολύ απλά το είχε συνηθίσει. Η Μέμα όμως αποφάσισε να ασχοληθεί και βρήκε τον τρόπο να το κάνει. Όταν η Γιάννα της πρότεινε να συνοδεύσει το κοντσέρτο μου (ένα κομμάτι στην ύλη του πτυχίου που παίζεται σε δύο πιάνα, το ένα πιάνο παίζει το σολιστικό μέρος και το άλλο συνοδεύει με το ορχηστρικό μέρος του έργου), εκείνη δέχτηκε με τον όρο να κάνω αρκετές πρόβες μαζί της.
Αυτές οι πρόβες, που άλλες έγιναν στην Τήνο και άλλες στον Πειραιά, στις αίθουσες του Πειραϊκού Συνδέσμου όπου δίδασκε, μόνο πρόβες δεν ήταν. Ξεκινήσαμε από το πως κάθεται ένας πιανίστας στο σκαμπό και φτάσαμε να κάνουμε επαναλαμβανόμενες ασκήσεις τεχνικής μέχρι “να σβήσει ο ήλιος”. Ήταν τα χειρότερα μαθήματα πιάνου που είχα παρακολουθήσει ποτέ και κράτησαν για μήνες. Η καημένη η Μέμα προσπάθησε να με διδάξει την αυτοπειθαρχία που πρέπει να έχει ένας κλασικός πιανίστας μα εγώ καταλάβαινα ότι θέλει να με κάνει να πειθαρχήσω στις διαταγές τις δικές της και όλων όσων έχουν περιγράψει τον ακριβή τρόπο με τον οποίον πρέπει να εκτελεστεί ένα κομμάτι κλασικού πιάνου. Δεν μπορούσα όμως να διαμαρτυρηθώ. Αρχικά μου το είχε ζητήσει η Γιάννα κι έπειτα, η Μέμα είχε ξεκαθαρίσει ότι όλες αυτές τις ατελείωτες ώρες, τις προσφέρει αφιλοκερδώς. Από φιλότιμο και μόνο, έπρεπε να την ακούω.
Τελικά να πειθαρχώ δεν έμαθα. Το κοντσέρτο βγήκε τσάτρα – πάτρα κι ας ήρθε μετά τις εξετάσεις του πτυχίου η ίδια η Μέμα να με συγχαρεί για την πρόοδο που είχα κάνει. Κατάλαβα όμως ότι ο τρόπος που έπαιζα ήταν λάθος και αντιλήφθηκα το γιατί. Αναγνώρισα δηλαδή το λάθος μου κι αυτό είναι το δεύτερο χαρακτηριστικό ενός καλού δασκάλου. Η αντίληψη του προβλήματος από τον μαθητή. Κι έτσι την εκτίμησα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η Μέμα ήταν πάντοτε εκεί όταν την χρειαζόμουν κι εγώ προσπαθούσα να είμαι εκεί όταν με χρειαζόταν. Με τον καιρό κατάλαβα ότι η πραγματική Μέμα δεν ήταν αυτή η αυστηρή δασκάλα πιάνου με το παρουσιαστικό της “επιστήμονος”. Ήταν μια δασκάλα που προσπαθούσε να διδάξει και να προσφέρει την αγάπη και τον σεβασμό που είχε μέσα της. Την αγάπη και τον σεβασμό για το πιάνο, για την μουσική, για την τέχνη αλλά κυρίως για τον άνθρωπο και ιδιαίτερα για την διαφορετικότητα του κάθε ανθρώπου. Την θυμάμαι πολλές φορές να απαντάει στην Γιάννα όταν της έλεγε πως είχα “ξεστρατίσει” με τα μπουζούκια ή τις ηλεκτρικές κιθάρες, “άστον να παίζει την μουσική που αγαπάει” της έλεγε, ή ίδια Μέμα που με έβαζε να παίζω τριάντα φορές, τέσσερις νότες από το κοντσέρτο μέχρι να ακουστούν σωστά.
Παράξενο. Μου είχε δείξει ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσα να διορθώσω το πρόβλημά μου. Μου είχε δώσει όλο το υλικό, όλα τα βιβλία, όλες τις ασκήσεις κι είχε αφιερώσει όλες τις ώρες που χρειάστηκαν, όχι μόνο τότε που έδινα το πτυχίο μου αλλά και όλα τα χρόνια που ακολούθησαν, όχι μόνο στο μάθημα αλλά και στις συζητήσεις μας. Αυτό είναι το τρίτο και τελευταίο χαρακτηριστικό ενός καλού δασκάλου. Να δείξει στον μαθητή τον τρόπο και να τον πείσει πως ακολουθώντας τον, θα λύσει το πρόβλημα. Η Μέμα το πέτυχε κι αυτό και πρέπει να παραδεχτώ πως κουράστηκε πολύ για να το καταφέρει, γιατί δεν ήμουν κι εύκολος.
Κάποιοι θεωρούν ότι ο δάσκαλος πρέπει να κάνει και κάτι ακόμη. Να πιέσει τον μαθητή, να τον αναγκάσει να ακολουθήσει τις οδηγίες του. Δεν συμφωνώ. Η Μέμα, αφού με έπεισε ότι μπορώ να παίξω άψογα, προσπάθησε να με πείσει να αλλάξω τον τρόπο μου, ώστε να το πετύχω. Προσπαθούσε μέχρι την τελευταία στιγμή που την είδα, όμως σεβόταν την επιλογή μου να μην το κάνω. Αυτό είναι το πρώτο και τελευταίο χαρακτηριστικό ενός σωστού ανθρώπου. Να σέβεται τους άλλους και τις επιλογές τους.
Τελικά δεν έμαθα ποτέ να παίζω άψογα. Έμαθα όμως τι πρέπει να κάνει ένας καλός δάσκαλος κι αυτό το οφείλω σε εκείνη.
Μέμα, σε ευχαριστώ για όλα.
Ο μαθητής σου
Πέτρος Κουσουνάδης
Πέτρος Κουσουνάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου