Ζέστη! Πως βρέθηκα εδώ δεν ξέρω. Λίγο η ανάγκη για ακόμη ένα
ταξίδι, λίγο η άγνοια κινδύνου… Βαγδάτη, 13 Ιουλίου 2013. Σήμερα αβεβαιότητα
και θάνατος και ένας ιερός πόλεμος σε εξέλιξη. Όχι ότι ένα χρόνο πριν ήταν
ιδανικά. Μόλις μια μέρα αφού άφησα την πόλη τότε, 72 νεκροί από βομβιστικές
επιθέσεις…
ΥΓ: Γράφτηκε, έπειτα από παρότρυνση από την άλλη άκρη του
δικού μου κόσμου!
Ζω στους 48-52◦C – όχι για πρώτη φορά – και νιώθω έντονα την ανάγκη να βγω έξω
από την προστατευμένη ζώνη του ξενοδοχείου. Βαγδάτη, δεύτερο βράδυ, περνώ τα
συρματοπλέγματα που είναι τοποθετημένα περιμετρικά του κτιρίου και οι
στρατιώτες ανάμεσα σαν παρτέρια πολέμου. Ένας από αυτούς με προειδοποιεί αλλά
εκείνη πια την στιγμή ότι δίνει εντολές στο σώμα μου, αγνοεί την λογική.
Εξακολουθεί να μην είναι ανδρεία ή περιέργεια ή έστω ανάγκη να ζήσω μια
περιπέτεια. Είναι απλά άγνοια κινδύνου. Κάθε βήμα όμως που απομακρύνομαι από
την ασφάλειά μου τόσο και πιο ζωντανός νιώθω. Νεκρός τον Ιούλιο του 2015, πολύ
κοντά πια στον συμβιβασμό με την πραγματικότητα, νιώθω την καρδιά μου να
πάλλεται μόνο στην ιδέα της νύχτας εκείνης και κάθε βήματος που με φέρνει
ολοένα και πιο μακριά από το ξενοδοχείο-φρούριο. Ίσως και η κοπέλα μου να μην
είχε καταλάβει που πάω… Αλλιώς γιατί να συνεχίσει να διαμαρτύρεται για το αν
έφαγα και αν κοιμήθηκα καλά…
Για ένα λόγο, που ακόμη αδυνατώ να εξηγήσω, δεν φοβήθηκα
μέχρι την στιγμή που περπατώντας έφτανα στο πρώτο «περίπτερο» του δρόμου. Νύχτα
και ραμαζάνι ήταν αρκετοί λόγοι ώστε ο κόσμος να μένει έξω παρά το περασμένο
της ώρας. Την μέρα που προηγήθηκε άλλωστε, είχα άθελά μου «νηστεύσει»
περιμένοντας την δύση του ήλιου ωσότου να βάλω κάτι στο στόμα μου. Και πάντα με
ιεροτελεστία…
Κι όμως, πιο πολύ από την αποχή φαγητού στους 48◦C ή κάθε απόλαυση που ακολουθεί η μικρή αποχή,
μένει κάθε βήμα-απεξάρτηση από τον δυτικό πολιτισμό-κατάρα που κουβαλάμε. Φώτα
πολύχρωμα για το ραμαζάνι. Δεν γυρίζω πίσω αλλά το ξενοδοχείο θα πρέπει να
είναι πια περισσότερο από διακόσα μέτρα μακριά. Δεν είναι μόνο η καρδιά που
πάει να σπάσει αλλά κάθε κύτταρο μου. Η ζωή τελικά είναι περισσότερο σημαντική εκεί
που είναι αδύναμη να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Ή έστω εκεί που αντιλαμβάνεται
το τυχαίο της διάρκειάς της…
Δεν κουβαλάω καμία ανδρεία. Περισσότερο περιέργεια
κουβαλάω πια. Χωρίς να δώσω συνειδητή εντολή στο σώμα μου, κάνω μεταβολή.
Επιταχύνω. Μπαίνω πάλι στην ασφαλή ζώνη και θυμάμαι. Κάθομαι για λιγότερο από
μισή ώρα μέσα πια από τα συρματοπλέγματα στα καθιστικά του ιδιότυπου «κήπου»
του ξενοδοχείου κοιτώντας χαμένος τα μόλις μερικά μέτρα που είχα απομακρυνθεί. Δεν
ένιωσα κάτι…
Η απόσταση που μένει να καλύψουμε δεν είναι πια ούτε διακόσα
μέτρα… Τι λέτε; Μπορούμε να τρέξουμε ο ένας δίπλα στον άλλο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου