(ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ "ΠΡΑΣΙΝΟ ΠΟΝΤΙΚΙ" ΣΤΙΣ 03-02-12)
της Βάλιας Μπαζού
Μου είχε διηγηθεί κάποτε ένας πολιτικός µηχανικός µια ιστορία που µου καρφώθηκε στο µυαλό. Τη δεκαετία του ’70, µου είπε, αγόρασε ένα κτήµα µε ελιές και λεµονιές σε χωριό της Πελοποννήσου. Οι κάτοικοι του χωριού είχαν εντυπωσιαστεί που ένας µηχανικός από την Αθήνα επέλεξε το άγνωστο χωριό τους και περίµεναν µε αγωνία να δουν τι πράµατα και θάµατα θα έκανε στον τόπο τους…
Όσο περνούσε ο καιρός και έβλεπαν ότι επέλεξε να κάνει ένα σπίτι που δεν είχε ταράτσα, αλλά στέγη µε κεραµίδια, ένα σπίτι που να ταιριάζει µε το τοπίο και την υποτυπώδη αρχιτεκτονική του χωριού, άρχισαν να µελαγχολούν.
Όταν είδαν µάλιστα ότι έφτιαξε ξύλινο χαγιάτι έπεσαν σε κατάθλιψη και όταν τον ρώτησαν… «κυρ-Αντρέα, πότε θα τσιµεντάρουµε το κτήµα» και εκείνος τους απάντησε «µα τι είναι αυτά που λέτε….» τότε πείστηκαν ότι «ο µηχανικός από την Αθήνα», όπως τον έλεγαν, ήταν άσχετος… Γιατί οι κάτοικοι του µικρού χωριού της Πελοποννήσου, όπως και όλοι οι κάτοικοι των πόλεων, κωµοπόλεων και χωριών της δεκαετίας του ’60 και του ’70 θεωρούσαν το τσιµέντο συνώνυµο µε την πρόοδο και την καθαριότητα. Αντίληψη καθόλου περίεργη, αν αναλογιστεί κανείς τις κοινωνικό-οικονοµικές παραµέτρους εκείνης της εποχής.
Σε µια Ελλάδα ρηµαδιό, όπου η απόσταση - όχι η χιλιοµετρική - των περισσότερων πόλεων και κωµοπόλεων από την Αθήνα ήταν έτη φωτός, το τσιµέντο θεωρείτο το απόλυτο µέσο για την οικονοµική και κοινωνική αναβάθµιση, ενώ το χώµα και κάθε τι ενοχλητικό που «έσκαγε» από µέσα του ήταν συνώνυµο της φτώχειας, της µιζέριας, ενός παρελθόντος που όλοι ήθελαν να ξεχάσουν.
Η… κονόµα
Λίγα χρόνια µετά και αφού διά της τσιµεντοποίησης των πάντων αποκαταστάθηκε πανελληνίως το υποσυνείδητο κοινωνικό στάτους, το τσιµέντο έγινε συνώνυµο της λεγόµενης κονόµας.
Έργα και εργάκια, δηµόσια και δηµοτικά, από την πιο ταπεινή µέχρι την πιο λουσάτη πλατεία, «πληµµύρισαν» από τσιµέντο, άσφαλτο και πλάκες. Τα δέντρα, σε όποιες πλατείες διασώθηκαν, ήταν µέχρι το µεδούλι τους εµποτισµένα µε τσιµέντο, σε σηµείο που γινόταν έως και αδύνατο ακόµα και το πότισµά τους. Η λογική του «καλλιτέχνη» ήταν η θεαµατική διόγκωση του προϋπολογισµού του έργου, λογική άρρηκτα συνδεδεµένη µε τη διόγκωση των ατοµικών λογαριασµών των διαφόρων εµπλεκοµένων. Βουλευτές, δήµαρχοι και κοινοτάρχες έπαιρναν, άλλωστε, πόντους και ψήφους όχι ανάλογα µε το πόσο αποδοτικό και χρήσιµο ήταν ένα έργο, αλλά µε το πόσο ακριβό ήταν.
∆υστυχώς, η λογική αυτή επικρατεί στη χώρα µας ακόµα και σήµερα, παρά τις επισηµάνσεις των επιστηµόνων για το πώς το τσιµέντο και η άσφαλτος επηρεάζουν το µικροκλίµα µιας περιοχής, αυξάνοντας τη θερµοκρασία και «οδηγώντας» στον υπόνοµο το νερό της βροχής πριν προλάβει να επιτελέσει, έστω και στο ελάχιστο, τη φυσική του λειτουργία. Η άποψη για επιστροφή στο χώμα και στα καθαρά φυσικά υλικά θεωρείται ακόμα και σήμερα οπισθοδρόμηση, θεωρείται «πεταμένα λεφτά». Και όλα αυτά τα ωραία την ίδια στιγμή που στις χώρες της υπόλοιπης Ευρώπης, εδώ και χρόνια, τα πάρκα και οι πλατείες δεν θεωρούνται προέκταση του δρόμου και του πεζοδρομίου, αλλά νησίδες καθαρού πρασίνου, με τα παιδιά να κυλιούνται και να λερώνονται στο χώμα.
Και όλα αυτά την ίδια ώρα που κάπου αλλού, όπως στις ΗΠΑ, οι πολίτες έχουν πάρει την κατάσταση στα χέρια τους και απαντούν στην κυριαρχία της ασφάλτου ξηλώνοντας τις τσιμεντένιες επιφάνειες και δημιουργώντας οάσεις πρασίνου.
Το κίνημα «Depave»
Το κίνημα «Ξηλώστε την άσφαλτο» έκανε την εμφάνισή του πριν από πέντε χρόνια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και συγκεκριμένα στο Πόρτλαντ του Όρεγκον. Χρόνο με τον χρόνο άρχισε να κερδίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών και άρχισε να επεκτείνεται και σε άλλες πολιτείες.
Είναι χαρακτηριστικό της δράσης των εθελοντών ότι, από το 2007 και μέχρι σήμερα, μόνο στο Πόρτλαντ έχουν μετατραπεί 8.469 τετραγωνικά χιλιόμετρα ασφάλτου σε χώμα και πράσινο.
Η λογική τους είναι απλή… Καμιά πόλη και καμιά περιοχή δεν χρειάζεται όλη αυτήν την άσφαλτο, ακόμα κι αν πρόκειται για κατασκευή πεζοδρόμων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν συγκεντρώσει, στις περισσότερες πόλεις πάνω από το 50% της δημόσιας αστικής γης είναι καλυμμένο με άσφαλτο, είτε για δρόμους είτε για πάρκινγκ είτε για πεζοδρόμους. Κάπως έτσι αποφάσισαν να δράσουν και να αρχίσουν να ξηλώνουν την άσφαλτο. Αρχικά άρχισαν να ξηλώνουν την άσφαλτο από εγκαταλελειμμένα πάρκινγκ και να τα μετατρέπουν σε χώρους πρασίνου.
Οι περιοχές που επιλέγουν για να ξηλώσουν, είναι διάφορα τμήματα είτε στα κέντρα των πόλεων είτε περιφερειακά που κατά τη γνώμη τους λανθασμένα έχουν «χτιστεί» με άσφαλτο. Οι ακτιβιστές του κινήματος «Depave» δρουν οργανωμένα, συλλογικά και το αποτέλεσμα της δουλειάς τους θα το ζήλευαν πολλοί ελληνικοί δήμοι… Διαθέτουν ιστοσελίδα όπου υπάρχει εγχειρίδιο για το πώς ξηλώνεται και πώς φυτεύεται μια τσιμεντένια έκταση. Υπάρχει χάρτης με τις παρεμβάσεις αφού το ξήλωμα δεν γίνεται παρορμητικά, αλλά οργανωμένα. Ύστερα από πέντε χρόνια δράσης υπάρχουν υποστηρικτές, είτε πρόκειται για συλλόγους είτε ακόμα και για εμπορικά καταστήματα και επιχειρήσεις που γνωρίζουν ότι θα έχουν όφελος από τη δημιουργία ενός χώρου πρασίνου στην περιοχή τους.
Το πάρκο Ναυαρίνου
Στη χώρα μας το μοναδικό παράδειγμα ακτιβιστικής παρέμβασης για τη δημιουργία ενός χώρου πρασίνου είναι το «Αυτοδιαχειριζόμενο Πάρκο Ναυαρίνου». Το πάρκο που βρίσκεται στην «καρδιά» των Εξαρχείων, διεκδικήθηκε δυναμικά, πριν από τρία χρόνια, από ομάδα κατοίκων όταν πληροφορήθηκαν τα σχέδια του τότε δημάρχου Κακλαμάνη για τη δημιουργία πολυώροφου κτηρίου.
Ο ασφάλτινος χώρος που λειτουργούσε μέχρι το 2009 ως υπαίθριο παρκινγκ, άρχισε να ξηλώνεται και σιγά - σιγά να φυτεύεται και να διαμορφώνεται σε πάρκο μόνο με την εθελοντική εργασία πολιτών. Τρία χρόνια μετά, το αποτέλεσμα της παρέμβασης είναι εντυπωσιακό σε πείσμα των διάφορων καλοθελητών των διάφορων τύπων της τοπικής αλλά και της κεντρικής πολιτικής σκηνής, που μιλούν για καταληψίες και άλλα τινά… Το ερώτημα, βέβαια, είναι εάν το παράδειγμα της Ναυαρίνου θα μπορούσε να βρει εφαρμογή σε κάθε γειτονιά και εάν οι ακτιβιστές του Πόρτλαντ θα μπορούσαν να εμπνεύσουν τους κατοίκους των ελληνικών πόλεων. Ίδωμεν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου