της Κατερίνας Γκίκα και της Μαρίας Δαμολή στο protagon.gr
Πρωί Παρασκευής μπήκαμε στο πλοίο, αφήσαμε πίσω μας το σύννεφο της
έντασης να σκιάζει την Αθήνα. Μπήκαμε στο φως πάνω απ’ τη θάλασσα.
Ήμασταν σχεδόν μόνες στο καράβι. Οι τέσσερις ώρες του ταξιδιού, ιδανικός
χρόνος να απομακρυνθούμε από την καθημερινότητά, να υπάρξουμε σ’ αυτό
το κενό χρόνου μεταξύ δύο σημείων, να πλεύσουμε εκεί ανενόχλητες, να
προετοιμαστούμε για την άφιξη σ’ ένα άγνωστο νησί. Φτάσαμε με την
αίσθηση καινούριου δέρματος πάνω μας.
Στο λιμάνι της Τήνου ηρεμία. Λόφοι στο βάθος. Λίγα αυτοκίνητα. Αδιάφορης
αρχιτεκτονικής σπίτια γύρω. Όμως, καμιά ταμπέλα να βιάζει το μάτι με
rooms to let. Καλή αρχή.
Το πλοίο που μας ακούμπησε εδώ έφυγε. «Μια και είμαστε τόσο κοντά, δεν
περνάμε απ την Παναγία»; Ένα είδος καθήκοντος, μια αίσθηση προβλέψιμου,
λίγη περιέργεια, τα νομίσματα των φίλων στις τσέπες μας. Πλησιάζοντας, η
αισθητική του ναού μας ξάφνιασε. Τίποτα μεγαλοπρεπές, στομφώδες,
επιβλητικό, καταβρωχθιστικό. Μόνο η εντύπωση του παλιού με την έννοια
της διάρκειας, του λιτού με την έννοια της ομορφιάς, του σωστού μεγέθους
με την έννοια του μέτρου.Στο δροσερό εσωτερικό κανείς. Από κάπου
ακουγόταν το κλάμα ενός μωρού.
Ησυχία. Μύρισε μελισσοκέρι. Στο μαρμάρινο τέμπλο παλιές εικόνες,
περιέργως φωτεινές, έργα τέχνης. Που ήταν η θαυματουργή εικόνα;
Προστατευμένη με τζάμι. Από μέσα τα διαμαντικά, και τα χρυσά τάματα,
λαμπύριζαν στο φως των αφιερωμένων καντηλιών από πάνω. Η εικόνα
κρυμμένη. Αν πλησίαζες πολύ κοντά, κάτι θαμπό και σκούρο που θα μπορούσε
να είναι πρόσωπο ή τμήμα του μόλις διακρινόταν. Μια γυναίκα ήρθε. Έκανε
το σταυρό της, γονάτισε, έμεινε με το κεφάλι σκυμμένο. Καθήσαμε στις
καρέκλες. Σιωπή. Ο χώρος γεμάτος υπόκωφη ενέργεια. Η ατμόσφαιρα
υπαινικτική, υποβλητική, ο θόλος από πάνω γαλάζιος. Πόση ώρα πέρασε; Μια
παρέα φουριόζα μπήκε-ένα νέο ζευγάρι, η νονά με τη λαμπάδα, το
νεοφώτιστο εξαντλημένο με τα δάκρυα να στεγνώνουν στα μάγουλα στην
αγκαλιά της γιαγιάς του, όλοι με τα καλά τους. Βγήκαμε ξανά στο
προαύλιο, κοιταχτήκαμε, διασταυρώθηκαν κι ακούμπησαν μεταξύ τους τα
συναισθήματα και οι σκέψεις που γέννησαν στην καθεμιά μας, δε μιλήσαμε,
χωρίς προσυνεννόηση τραβήξαμε προς την ίδια κατεύθυνση.
Ανεβήκαμε τα φθαρμένα σκαλιά, διασχίσαμε το περιστύλιο, στην πόρτα του
Μουσείου Τηνίων καλλιτεχνών, μας υποδέχτηκε μια μαυροντυμένη νεαρή
κοπέλα με αυστηρό πρόσωπο. Τα έργα εντός, πρώιμα τα περισσότερα,
καλλιτεχνών που γεννήθηκαν εδώ. Βιτάλης, Βούλγαρης, Σώχος, Δούκας,
Γύζης, Λύτρας Χαλεπάς-μια γεύση μόνο, αλλά τι θησαυρός! Στην Πινακοθήκη,
το κλίμα κορυφώθηκε. Εδώ , μαζί με το Συρράκο, τον Παρθένη το Χατζή και
τον Λαμπαδίτη, συνυπάρχουν πίνακες της Φλαμανδικής σχολής και της
Primitiva της Ιονίου, της Ιταλικής Αναγέννησης. Η αίσθηση της ουσίας της
Τήνου, μας γέμισε και μας συνεπήρε-σαν υποψία μυστικού, σαν έλξη
μυστηρίου, σαν ανάγκη να χωθούμε σε μια υπόσχεση.Μπήκαμε στο αυτοκίνητο,
αποφασισμένες να ακολουθήσουμε το εσωτερικό και το εξωτερικό φως αυτού
του νησιού. Χαράξαμε ένα οβάλ ενδοχώρας στο χάρτη, ξεκινήσαμε.
Πασπαλισμένο πράσινο παντού, οι βροχές του χειμώνα γλύκαναν την
επιφάνεια της γής, ψηλά στο Βόλακα το μικρό θέατρο περίμενε το
καλοκαίρι, στα Λουτρά η σχολή των Ουρσουλινών δεν βάραινε το τοπίο, τα
υπόγεια νερά φούντωναν την εξοχή, τα στενά δρομάκια σκιάζονταν απ’ τα
φορτωμένα λουλούδια μπαλκόνια, φτάσαμε στον Πύργο. Και χαθήκαμε στο
χρόνο της συνέχειας και της συγκίνησης. Το σπίτι του Γιαννούλη Χαλεπά. Η
μικρή πλατεία με την παλιά κρήνη. Το νεκροταφείο-μουσείο τάφων,
επιτύμβιων επιγραφών, μαρμάρινων οστεοφυλακίων, γλυπτού ακίνητου αέρα,
νικημένου θανάτου. Η σχολή καλών τεχνών με τον κήπο, μόνιμη έκθεση των
έργων των σπουδαστών. Το Μουσείο μαρμαροτεχνίας, με το μάρμαρο σ’ όλα τα
στάδια εξόρυξης επεξεργασίας χρήσης και μεταμόρφωσής του. Ζωντανό υλικό
που αναπνέει, πανταχού παρόν απ’ τη γέννηση του νησιού ως σήμερα,
διασχίζει τους καιρούς, ζει τεχνίτες, εξυπηρετεί την καθημερινότητα,
γονιμοποιεί την πραγματικότητα, εμπνέει δημιουργούς, δίνει υπόσταση
στους όγκους ελευθερώνοντάς τους.
Κι ύστερα η επιστροφή ελλειψοειδώς. Σε κάθε στροφή περιστεριώνες, λευκά
κοσμήματα στο λαιμό των λόφων, ξαφνικά σημεία στις στροφές, μικρές
κατοικίες φτερωτής ζωής. Ο ήλιος δεν είχε δύσει φτάνοντας στον
Τριαντάρο. Στην κατοικία δίπλα στην παλιά ταβέρνα, η βαμμένη μπλέ ξύλινη
αυλόπορτα ήταν ανοιχτή, στερεωμένη με πέτρες βότσαλα. Στο στηθαίο της
βεράντας κι άλλα μεγαλύτερα. Μαζεύτηκαν άραγε απ’ την παραλία της
Λυχναφτιάς; Δεν προλαβαίναμε να πάμε να δούμε, και το σπίτι ήταν κλειστό
για να ρωτήσουμε τον ιδιοκτήτη.
Επιστρέψαμε στη Χώρα. Είχε βραδιάσει. Η γυναίκα που μας σέρβιρε το
λιτό δείπνο, λεγόταν Ελένη. Η ψαρόσουπα συμπύκνωνε όλη τη θάλασσα. Το
τηνιακό τυρί περιέχει όλη την αυτάρκεια, την ταπεινότητα και το μεγαλείο
του αυθεντικού.
Τίποτα απ’ την πόλη δεν χρειαζόμαστε εδώ. Ό,τι χωρά σ’ αυτό το νησί,
φτάνει για τον άνθρωπο. Καιρός να τον ξαναβρούμε. Μαζί με τη ζωή της
απλότητας, και της ομορφιάς. Δεν χρειάζεται πετράδια η εικόνα. Έχει όλη
τη δύναμη, γυμνή.