Σημ."Ξάνεμου": το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τον Οκτώβρη του 2008 στο μηνιαίο περιοδικό της Τήνου, Τηνιακή Ενδοχώρα, τεύχος Νο 63.
του Γιώργου Δημόπουλου
στο Στέφανο Λαγουρό
«και τώρα τι
φτιάχνεις μ΄ αυτό το κενό και μ΄ ένα κίβδηλο σκήπτρο;» Ρίτσος
1
Συχνά πυκνά όταν
συστήνουμε κάποιον προσθέτουμε και το επάγγελμά του, την κοινωνική του δηλαδή
ευθύνη, αντί να περιοριστούμε στο όνομά του που έχει να κάνει με το εγώ του. Η
ταυτότητα συνδέεται με την ακτινοβολία του προσώπου, είναι το επώνυμo του
ονόματος, έτσι μας ξεχωρίζει το επώνυμο και όχι το όνομα. Το εγώ μας παραδόξως
δεν αποτελεί ταυτότητα, χρειάζεται η παρά το εγώ προσωπική μας υπόσταση, το
είναι μας σε ευθύνη κοινωνική.
Ένα από τα
επαγγέλματα που δεν έχουν διαφοροποιηθεί από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα είναι
και αυτό του ποιμένος, του βοσκού, που είναι πραγματικότητα συγχρόνως και
σύμβολο, φροντιστής του κοπαδιού και ποιμένας Θεός και άνθρωπος.
Καθημερινή
συναναστροφή του βοσκού είναι η άμορφη, επιτηρούμενη, και χειραγωγούμενη
αγελαία μάζα. Αν και οδηγός του κοπαδιού αδιαμφισβήτητος, χωρίς όμως καμιά
ελευθερία να καταπνίξει και καμιά ανταρσία να φοβηθεί, ο βοσκός είναι κατά
βάθος αφέντης χωρίς υπηκόους, ψευτοβασιλιάς, υποχείριος της δύναμεώς του.
Ο συμβολισμός
ποιμένος και ποιμνίου είναι σύμφυτος με τον Χριστιανισμό, με την αγάπη να
προσδιορίζεται ως αποκλειστικό κριτήριο διαποίμανσης: «Σίμων Ιωνά αγαπάς
με…φιλείς με…ποίμενε τα πρόβατά μου…βόσκε τα αρνία μου…»
2
Ο άνθρωπος της
δυνάμεως και της αδικίας καταφεύγει πάντα στην ωμότητα, στην αυθαιρεσία και
αναπαράγει επί κοινωνικού επιπέδου την σχέση βοσκού με τα ζώα. Όλα τα αυταρχικά
και απολυταρχικά καθεστώτα συγκλίνουν στην άποψη της ισχύος των μηχανισμών τους
και της σοφίας της διοίκησεώς τους.
Στην παγίδα αυτής
της γοητείας, της κοσμικής δυνάμεως, έπεσε και ο Χριστιανισμός στην Δύση με την
εκκοσμίκευσή του, τον ιμπεριαλισμό του καταφατικού θεολογικού του λόγου. Ο
επίσκοπος της Ρώμης έγινε υπερεπίσκοπος, κοσμικός ηγέτης, αλάθητος και οι
επίσκοποι, καρδινάλιοι-πρίγκιπες. Στον φαύλο κύκλο που η «ποιμαντική
αναγκαιότητα» άνοιξε, ήρθε σαν επιστέγασμα η θεολογική βία: η αδιέξοδη
προσπάθεια να υποταχθεί η θεολογία των Πατέρων, των μεγάλων συνόδων και η
τεράστια λειτουργική παράδοση και πρακτική σε μια καθημερινή πραγματικότητα
γκρίζα, στενόχωρη, μίζερη, κυριαρχική, εξουσιαστική.
Η Ανατολή, αν και
οι νηπτικοί πατέρες επέμεναν στην αποφατική θεολογία, στη στάση δηλαδή που ο
νους αντί να κινείται θετικά προς τον Θεό παραιτείται από τον εγωισμό του και
την αίσθηση της παντοδυναμίας του, τελικά έπεσε στην ίδια ακριβώς παγίδα, με
όλα τα συμπαρομαρτούντα, διαφοροποιούμενη μόνο στην ονομασία. Αυτός ο
αποφατικός χαρακτήρας της Εκκλησίας ως εμπειρία της Σάρκωσης του Λόγου, κάνει
κάθε απόπειρα αυθεντικής βίας- κυριαρχίας στην εκκλησία, παραφύση εκτροπή. Μπορεί
να μην πρεσβεύει το Αλάθητο και να μην έχει Πάπα, έχει όμως πληθώρα
παπίσκων-δεσποτάδων, με την δίψα για απόλυτη δύναμη να πλανιέται σαν φάντασμα
πάνω στην κοινωνία της πλησμονής των καιρών μας.
Η στιβαρή διοίκηση
του αλάθητου δεν προεικονίζει βέβαιη την ενότητα κανενός χώρου, πολύ
περισσότερο του εκκλησιαστικού. Όποτε οι ηγέτες έγιναν αλάθητοι, η συμφορά για
την κοινωνία αποδεικνύεται χειρότερη από λιμό. Ο αυταρχισμός του Αλάθητου στην
Δύση επέφερε το Σχίσμα και αργότερα τον διχασμό, τα δε χειρότερα φαίνεται ότι
έρχονται.
3
Είναι εμφανές ότι η
σύγχρονη ιστορική Εκκλησία διοικείται κατά πάντα, σύμφωνα με τα κελεύσματα των
απρόσωπων αναγκών της. Σαν να μην υπάρχουν πιστοί, σαν να υπάρχει απόλυτος
διαχωρισμός μεταξύ της ευθύνης και της πράξεως του Επισκόπου, που μετεξελίχθη
σε Δεσπότη, ο οποίος ύψωσε την ισχύ σε κανόνα υπάρξεώς του και παραδόθηκε στην
αντικειμενοποιημένη εξουσία της διοικήσεως. Διάλεξε την δύναμη αντί της
δικαιοσύνης που είναι το στοιχειώδες του Ευαγγελίου. Η ιστορική Εκκλησία
μοιράζεται πλέον με τον κόσμο τις αντιθέσεις και τα αδιέξοδά του.
Πόσοι επίσκοποι
συντρίβονται υπό το βάρος της κοσμικής τους δύναμης και των οικονομικών
επιτευγμάτων τους, και πόσοι πληρώνουν τις δυνατότητές τους περισσότερο από τις
αδυναμίες τους. Όσο περισσότερο δύναμη κοσμική διαθέτουν τόσο θέλγονται και
τόσο γονατίζουν, όσο μεγαλύτερη είναι η ισχύς τους, τόσο μεγαλύτερη ανημπόρια
τους κατέχει.
Προτιμούν το
θαυμάζειν, το οποίο όμως δεν έχει τίποτα κοινό με το θάμπωμα του Ευαγγελίου που
είναι πάθος, διάθεση των ματιών της ψυχής προς την θεωρία του αγαθού το θαύμα,
κατάσταση εκτός εαυτού, ανατρίχιασμα. Όποιος όμως θέλγεται από την εικόνα δεν
μπορεί να κοιτάξει κατά πρόσωπο τα πράγματα.
Και τότε κάνουν την
εμφάνισή τους οι αδυναμίες καλοζωία, χλιδή, αδικίες, σκληρότητα, καθώς και η
έσχατη καταφυγή της η αφάνεια. Βασιλικές συμπεριφορές, προσθήκη της ελληνικής
αρίθμησης δίπλα στο όνομά τους, Δωρόθεος ο Β! για να γίνεται πιο αυτοκρατορικό
το νεφέλωμά του, αίθουσες θρόνου, ενθρονίσεις, εις πολλά έτη δέσποτα και δόστου
εις πολλά έτη δέσποτα, πολυχρονισμοί, φήμες…Το παρελθόν έρχεται ως αυταξία με
αυτοκρατορικές μίτρες, μανδύες, σάκους, όλα αυτοκρατορικά. Δεν είναι εν αγνοία
του, το στολίδι είναι η έγνοια του και φυσικά «πού να τρέχεις με τα χρυσά στις
ρούγες …» Ποιος όμως αμφιβάλλει ότι το κόσμημα το πολύ δεν κολακεύει ούτε την
γυναίκα. Ο πολύς ο κόσμος, οι πιστοί, ή αδιαφορούν ή εκνευρίζονται γιατί
αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρχει τίποτα το μεταφυσικό σ΄ αυτή την συνήθεια.
Οτιδήποτε στην Εκκλησία έχει νόημα, όταν είναι βεβαία η πραγματικότητα των
ουρανών.
Η αυτοάμυνα του
επισκοπικού αλάθητου αγγίζει σε ορισμένες περιπτώσεις τα όρια της υστερίας:
απαξιωτικές συμπεριφορές, επιβράβευση των γλοιωδών, πληθωρισμός της επιθετικής
ευτέλειας σε όποιον δεν κλίνει το γόνυ στο αλάθητο θέλω του, το οποίο το
επενδύει με θεολογικό μανδύα, «επισκοποκεντρικό» σύστημα λέει. Πώς μπορεί αυτό
το μόρφωμα να «..συνδιαλλαγεί και να πείσει..»;
Υπήρχαν εποχές στην
κοινωνία μας, όπου το σύνολο των κληρικών πονούσε την δικαιοσύνη και οι πιστοί
ακουμπούσαν με εμπιστοσύνη στην δίκαιη κρίση τους, προκειμένου να επιλύσουν τις
διαφορές τους. Η δίψα τους για την αλήθεια δεν άφηνε στο ιερατικό ήθος
περιθώρια και της ελάχιστης ακόμη ιδιοτέλειας. Τώρα ο επίσκοπος, τουλάχιστον ο
επιχώριος, ο οποίος μετεξελίχθη σε Δεσπότη, καταφεύγει στην δικαιοσύνη ή
αναφέρεται καταγγελτικά σε υπουργούς για δημοσίους υπαλλήλους όχι για να βρει
το δίκιο! του αλλά για να προκαλέσει το δέος και να εμφυσήσει τον φόβο στους
πιστούς του.
Αναρωτιέται κανείς,
παρόμοιας τακτικής πρόσωπα δεν σκόνταψαν ποτέ σε κάποια γωνία τους, σε κάποιο
λάθος τους ικανό να προκαλέσει την ανάπτυξη αισθημάτων φυσιολογικού ειλικρινούς
ανθρώπου που να μπορεί να ζητά συγνώμη, να αναγνωρίζει τα λάθη του δημοσίως και
να απολογείται για το βίο και ημέρες του; Όμως τέτοιες συμπεριφορές βυθίζουν το
πλήρωμα της Εκκλησίας όλο και πολύ στην διαφθορά, στον αμοραλισμό, στην
θηλυγλωσσία, στην αδιαντροπιά, στον ευτελισμό των πάντων.
Η ευθύνη διακρίνει
το καλό από το κακό, η θέληση τα συγχέει. Η εξουσία οδηγεί τους άρχοντες στην
ύβρη, τους διαφθείρει και τους καταστρέφει. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το
υβριστικό στοιχείο στον κληρικό είναι επιγενόμενο και όχι προηγούμενο. Είναι
παγίδα της ένδυσής του με την εξουσία, στην οποία ακόμη και ο άριστος ενδέχεται
να παρασυρθεί μεθυσμένος από την δύναμή του. Όταν όμως ο επίσκοπος ασεβεί, η
θρησκευτικότητα του λαϊκού κλονίζεται και η λαϊκή ευσέβεια στροβιλίζεται
μετέωρα, εναγώνια.
4
Ένα ιδρυμένο
συμβατικό εγώ δεν μπορεί να πεινά να διψά για αγάπη για αλήθεια, για δικαιοσύνη,
για προσφορά. Ο άνθρωπος του ρόλου δεν μπορεί να επιλέξει, να προτείνει, είναι
ανεύθυνος, φορτώνει στην ιδιότητά του την ευθύνη. Διαβάζει «γενηθήτω το θέλημά
σου» και εννοεί γενηθήτω το θέλημά μου, λιώνει την ουσία του Ευαγγελίου στην
θερμοκρασία του συμφέροντος. Δεν είναι συμπτωματικό ότι οι σοβαροί παραμερίζουν
και τα κενά καλύπτονται από Φανερούς και κρυφούς μακιαβελίσκους.
Ξεκρέμαστες λέξεις
«Άγιος Σύρου» «Ιερά Μητρόπολις Σύρου»- λέγε με Δεσπότη και την αντίστοιχη
εκκλησιαστική διακονία Δεσποτάτο μου, συνευδοκούσης της ισοβιότητος- χωρίς
καμία ομολογία, δίχως ίχνος αυτοσυντριβής έστω και υπαινικτικής. Καταιγιστικά
κηρύγματα, για όλα υπάρχει άποψη, ακόμη και για το άγνωστο, το απερινόητο, το
ακατάληπτο. Θλίψη προκαλεί το γεγονός ότι ο λόγος που αναπαράγεται είναι λόγος
εξουσιαστικός, λόγος που εξαντλείται στο πεδίο της ισχύος. Όμως οι πιστοί δεν
έχουν ανάγκη από κηρύγματα ψεύτικα, διδακτικές εξηγήσεις, θέλουν να σιγάσει ο
ανθρώπινος εξουσιαστικός λόγος και να ακουστεί ο ευαγγελικός. Αντ’ αυτού έχουμε
επιτηδευμένη φροντίδα ένδυσης, εργώδη προσπάθεια να κερδηθούν οι εντυπώσεις, να
γίνει το δεσποτικό πορτραίτο, με εμφανή την ικανοποίηση της ιδιοτελούς
αυτάρκειας. Χάντρες, καθρεφτάκια και φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Καμιά θέση
στον καλόγερο επίσκοπο που έκανε την απόγνωση σχέση και με την σιωπή του
λογοποιούσε την αποκάλυψη, τον ευλαβή στα ταπεινά και τον γενναιόδωρο στα
δύσκολα.
Αυτό που προκαλεί
εντύπωση στον τρόπο συμπεριφοράς των εκκλησιαστικών ανδρών αυτής της άποψης είναι ότι κάνουν το παν για να
επιβαρύνουν και να διευρύνουν ακόμη περισσότερο το έλλειμμα αξιοπιστίας τους.
Δέστε πώς ο εκκλησιαστικά Πρώτος φιλοτεχνεί την δημόσια εικόνα του, απόλυτα δε
μεθυσμένος από την ιδέα ότι αρέσει, δίνει τέτοια σημασία στον εαυτό του, ώστε
δεν υποφέρει το ενδεχόμενο κάποτε να κριθεί, ίσως και αυστηρά από τον
συνάνθρωπό του, ο οποίος επέχει θέση αποκλειστικά προσωπικής του προβολής.
Είναι φανερός ο εσωτερικός δεσμός εγωισμού και ματαιοδοξίας με άκρως αμφίβολους
καρπούς. Όταν ο εαυτός μας υπάρχει και αξιώνεται ως θέαμα, τότε απαιτεί
συμπεριφορές που ανάγουν σε αξία το γλείψιμο, το σκύψιμο, το προσκύνημα,
εξιδανικεύει την παθητικότητα και καλλιεργεί τον φόβο, τον φθόνο κα την
εκδίκηση.
Δεν υποφέρει την
υστέρησή του και ζητά μανικά την αναγνώριση που όταν δεν την έχει τιμά ο ίδιος
τον εαυτό του με κομπασμούς και καυχήματα «..ο Σεβασμιώτατος επέστρεψε με
ελικόπτερο από την Σίφνο..»(δελτίο τύπου της τοπικής μητροπόλεως) Ακρογωνιαίος
λίθος η κολακεία η οποία δυστυχώς αφθονεί, όντας προϊόν υπολογιστικού συμβιβασμού,
ο «καλός ο λόγος» που απαιτείται καταπιεστικά με ανταλλάγματα φυσικά «…ο
Σεβασμιώτατος παρευρέθη στις εορταστικές εκδηλώσεις της ενορίας του Αρνάδου
όπου ο εφημέριος του έκανε δώρο και ένα εγκόλπιο..» (δελτίο τύπου της τοπικής
μητροπόλεως ). Κολακείες, βραβεία, παράσημα, χειροφιλήματα, καμπανοκρουσίες
σημαιοστολισμοί, χειροκροτήματα όλα για τον απόλυτα ικανοποιημένο του εαυτό.
Γνωρίζει πολύ καλά
τους μηχανισμούς εκείνους της εγγενούς ροπής των εξουσιαστών να μεγιστοποιήσουν
την εξουσία τους. Μεταξύ των επεμβατικών μεθόδων είναι και η μεγέθυνση
δεδομένων, ασήμαντων ή όχι, που δεν ανήκουν στην δικαιοδοσία του. Γνωρίζει
επίσης, ότι λόγω θέσης δεν θα έχει κόστος για τον ίδιο η ιδιοτέλεια της
συμπεριφοράς του, η υποταγή των πάντων σε ευτελείς σκοπιμότητες. Όμως δεν
γνωρίζει ότι όλα αυτά λειτουργούν αθροιστικά εις βάρος του και δεν αισθάνεται
ότι όλα αυτά, προσθετικά, βαραίνουν το σώμα της Εκκλησίας μας.
5
Αν η Εκκλησία όμως
είναι άλλος ένας κοσμικός θεσμός και ο Επίσκοπος άλλη μια προνομιούχα εξουσία,
δεσπότης αφέντης, κοσμικός άρχοντας, και όχι το πεδίο της αντιστροφής αυτών των
όρων, της ατελείωτης ταπεινότητας όπως έλεγε ο Έλιοτ, τότε ποιος ο λόγος
ύπαρξής της;
Ο θυμός έχει την
δική του λογική και η μοναξιά την δική της, σε σπρώχνει να αφεθείς με εμπιστοσύνη
στον άνθρωπό σου. Κορυφαίο συναγόμενο ελπίδας ο μοναχισμός, όχι αυτός των
πονηρών και αδηφάγων καλογήρων. Δεν είναι συμπωματικό πως απαγορεύτηκε σε
αγιορείτη ιερομόναχο να εξομολογεί στην Τήνο. Θυμίζει το ελαττωματικό των
κληρικών και ταυτόχρονα τους υπενθυμίζει ότι πρέπει να μυρίζουν λιβάνι… Ο
πιστός δηλώνει τα όρια της αντοχής του με την απερίφραστη γλώσσα της καταφυγής.
Η σχέση ζωτικής συνάφειας των λαϊκών με το ήθος των μοναχών κρατάει αιώνες.
Αναγνωρίζεται στους μοναχούς ότι είναι πρωτοπόροι στο άθλημα της ελευθερίας,
ριζοσπάστες στην άρνηση συμβάσεων και προσχημάτων καθώς και προσωπικής
θωράκισης του εγώ. Συνειδητά αναμετρώνται με το αίνιγμα του θανάτου, με την
άρνηση εξουσιαστικής απαίτησης, με την ύπουλη υποσυνείδητη ιδιοτέλεια. Δεν
είναι συμπτωματικό ότι ελάχιστοι επίσκοποι έχουν αγαθές σχέσεις με τον
μοναχισμό. Ο μοναχισμός αποτελεί κάρφος εν οφθαλμοίς γιατί παραπέμπει, θυμίζει
και υπενθυμίζει, κάνει συγκρίσεις και απαιτεί. Όταν το φιλότιμο αδυνατίζει
θέλει μετάνοια πολλή για να στυλωθεί, από όλους μας.