Γράφει η Δέσποινα Σπανούδη*
Στην πραγματικότητα, το Εθνικό Σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ –το οποίο ήταν προϊόν ενσωμάτωσης κινηματικών θέσεων και αναλύσεων που είχαν αναπτυχθεί τα προηγούμενα χρόνια– προέβλεπε αποκεντρωμένη διαχείριση με κοινωνικό έλεγχο και κύριο βάρος στην πρόληψη και τη διαλογή στην πηγή. Ένα σχέδιο που απέτυχε παταγωδώς, όχι γιατί ήταν φιλόδοξο, αλλά γιατί ουδέποτε έγινε η παραμικρή προσπάθεια να εφαρμοστεί. Μπήκε στην άκρη και ανατράπηκε από την επόμενη κιόλας μέρα, ή μάλλον πριν ακόμη υπογραφεί, αφού ξεκίνησαν να υπογράφονται ΣΔΙΤ για μεγάλες συγκεντρωτικές μονάδες επεξεργασίας σύμμεικτων που παράγουν καύσιμα. Ακόμη περιμένουμε μια εξήγηση γι’ αυτό, στο βαθμό που αυτή η κατεύθυνση όχι μόνο δεν αποτελούσε μνημονιακή υποχρέωση, αλλά το αντίθετο: η Ε.Ε. δεν θεωρεί επιθυμητή διαχείριση ούτε τις Μονάδες σύμμεικτων ούτε την καύση.
Γυρνώντας στο παρόν, το σχέδιο της ΝΔ προβλέπει, για τα μάτια του κόσμου, την ορθή ιεράρχηση σύμφωνα με την οποία προτεραιότητα εξακολουθεί να είναι η πρόληψη-επαναχρησιμοποίηση και η διαλογή στην πηγή. Ωστόσο, η προτεραιότητα αυτή ανατρέπεται γρήγορα όταν αντιληφθεί κανείς ότι το μεγαλύτερο μέρος των χρηματοδοτήσεων πηγαίνουν για τα έργα που θεωρητικά δεν είναι σε προτεραιότητα, δηλαδή για χώρους ταφής, μονάδες και σταθμούς μεταφόρτωσης σύμμεικτων.
Παράλληλα, η πρόληψη και η διαλογή στην πηγή παραμένουν στη σφαίρα των
φαντασιώσεων διαφόρων εταιρειών συμβούλων που αμείβονται παχυλά για να γράφουν
εκθέσεις ιδεών χωρίς καμία πρακτική αξία.
Στην πραγματικότητα, η πρόληψη στην παραγωγή απορριμμάτων δεν ρυθμίζεται
παρά ελάχιστα από τη συμπεριφορά των καταναλωτών. Απαιτεί συνολικές νομοθετικές
ρυθμίσεις που θα προωθούν τη μείωση αποβλήτων στη βιομηχανική και αγροτική
παραγωγή και στην κατανάλωση. Ενδεικτικά, οι ρυθμίσεις αυτές περιλαμβάνουν την
απαγόρευση των πλαστικών μιας χρήσης, διάθεση χύμα προϊόντων σε
επαναγεμιζόμενες κυρίως γυάλινες ή χάρτινες συσκευασίες στα σούπερ μάρκετ, την
ευρεία εγκατάσταση δημόσιων βρυσών και ψυκτών για τη μείωση των πλαστικών
μπουκαλιών νερού, την απαγόρευση παραγωγής προϊόντων που δεν ανακυκλώνονται
(όπως συμβαίνει με πολλά είδη πλαστικών) κλπ.
Όσο για τη διαλογή στην πηγή, καταλαβαίνουμε πόσο μεγάλη σημασία δίνει η
Πολιτεία, όταν δεν έχει μπει στον κόπο να κάνει ούτε ένα τηλεοπτικό σποτάκι για
την ανακύκλωση ή τη διαλογή των βιοαποβλήτων.
Γιατί όμως οι Δήμοι δεν κάνουν διαλογή στην πηγή;
Πολύ συχνά, υπουργοί και περιφερειάρχες ρίχνουν το μπαλάκι των ευθυνών
στους Δήμους, που με τη σειρά τους το ρίχνουν στους πολίτες.
Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι οι Δήμοι δεν κάνουν διαλογή στην πηγή, γιατί,
πρώτον, η Πολιτεία έχει λάβει μέτρα ώστε να τους εμποδίζει και, δεύτερον, γιατί
αν, παρόλα αυτά, επιμείνουν, το κόστος που θα επωμιστούν είναι δυσβάσταχτο για
τους πολίτες.
Μοιάζει παράλογο, στο βαθμό που γνωρίζουμε ότι τα υλικά που έχουν ξεχωριστεί
πριν να ανακατευτούν σε κοινό κάδο σκουπιδιών, έχουν εμπορική αξία. Και όμως,
όσο παράλογο και αν μοιάζει, είναι αλήθεια. Εάν ένας Δήμος επιχειρήσει να
στήσει μόνος του το κύκλωμα της διαλογής στην πηγή, θα πρέπει να διαθέσει
πολλούς επιπλέον κάδους, περισσότερα απορριμματοφόρα, περισσότερο προσωπικό και
καύσιμα. Θα χρειαστεί σταθμό μεταφόρτωσης των ανακυκλώσιμων, αφού το χαρτί, το
πλαστικό και το μέταλλο είναι υλικά με μικρό ειδικό βάρος και συνεπώς πρέπει να
μπουν σε μεγαλύτερα κοντέινερ για να μεταφερθούν μέχρι τους χώρους ανακύκλωσης.
Θα πρέπει να έχει ένα χώρο διαλογής τυχόν ξένων σωμάτων που θα έχουν κατά λάθος
μπει στους κάδους. Θα πρέπει να κάνει πλειστηριασμό των υλικών που θα συλλέγει,
αφού δεν υπάρχει κανένας δημόσιος φορέας που να τα παραλαμβάνει προς
ανακύκλωση, ούτε καν ιδιωτικά εργοστάσια ανακύκλωσης υλικών. Η Ελλάδα, όπως και
η Ευρώπη, εξάγουν τα απόβλητα τους σε φτωχότερες χώρες του τρίτου κόσμου, συχνά
μέσα από παράνομα κυκλώματα με τεράστιο τζίρο. Και μετά τον πλειστηριασμό,
εφόσον βρεθεί αγοραστής, ο Δήμος θα πρέπει να παρακολουθεί τις διεθνείς
διακυμάνσεις της τιμής των ανακυκλώσιμων, να επαναλάβει τον πλειστηριασμό αν η
εταιρεία που πλειοδότησε θεωρεί ασύμφορο να συνεχίσει, γιατί π.χ. πλειοδότησε
σε μια τιμή και στη συνέχεια αυτή η τιμή έπεσε στις αγορές κλπ. κλπ.
Τι είδους ανακύκλωση κάνουμε;
Αντί για όλα τα παραπάνω, που μοιάζουν σχεδόν ακατόρθωτα για τις
αργοκίνητες γραφειοκρατικές διαδικασίες του Δημοσίου και για το ελάχιστο
προσωπικό και πόρους που έχουν απομείνει στους Δήμους, έπειτα από χρόνια
συνεχών περικοπών, η Πολιτεία θα έπρεπε να έχει υποστηρίξει την ανακύκλωση,
εξοπλίζοντας τους Δήμους και δημιουργώντας εργοστάσια που ανακυκλώνουν το
γυαλί, το χαρτί, το πλαστικό και το μέταλλο.
Ωστόσο, έχει αποφασίσει αλλιώς: Έχει αναθέσει την είσπραξη του κόστους της
ανακύκλωσης στους παραγωγούς προϊόντων, οι οποίοι, με τη σειρά τους, το
παίρνουν από τους καταναλωτές. Στη συνέχεια, έχει αναθέσει στους ίδιους τους
παραγωγούς την απόφαση για τον τρόπο που θα γίνεται η ανακύκλωση και το πώς θα
κατανέμουν τα χρήματα που εισέπραξαν. Άλλοι αποφάσισαν ότι θα δίνουν στους
Δήμους ολίγους μπλε κάδους για τους οποίους οι δημότες θα ξαναπληρώνουν ώστε να
αδειάζονται και το περιεχόμενο να μεταφέρεται σε ιδιωτικούς χώρους όπου
υποτίθεται ότι ξεχωρίζονται τα ανακυκλώσιμα υλικά, αλλά στην πραγματικότητα
πάνω από το μισό οδηγείται για ταφή. Άλλοι αποφάσισαν ότι θα φτιάξουν σπιτάκια
ανακύκλωσης που θα τα βάλουν σε ολίγα σημεία και θα δίνουν ένα μικρό αντίτιμο
σε όποιους πηγαίνουν ανακυκλώσιμα. Άλλοι ότι θα βάλουν κάδους για τη συλλογή
μικρών ηλεκτρικών συσκευών μέσα σε δημοτικά κτίρια κ.ο.κ. Στην πραγματικότητα,
όλοι αυτοί οι ιδιωτικοί φορείς δεν έχουν κανένα απολύτως κίνητρο για να
αυξήσουν την ανακύκλωση, αφού έχουν ήδη εισπράξει τα χρήματα από τους πολίτες.
Και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, η ανακύκλωση στην Ελλάδα καρκινοβατεί και θα
συνεχίσει να καρκινοβατεί όσες μεγάλες κουβέντες και αν ακούσουμε.
Κεντρική κατεύθυνση η
καύση απορριμμάτων
Κεντρική ιδέα της παρούσας κυβέρνησης είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των
σκουπιδιών θα πρέπει να πηγαίνει σε μονάδες διαχείρισης σύμμεικτων, από τις
οποίες το μεγαλύτερο μέρος θα κατευθύνεται για καύση. Και προκειμένου να
υλοποιηθεί αυτό το σχέδιο, το οποίο θα αποφέρει τεράστια κέρδη στους
μεγαλοεργολάβους που θα κατασκευάσουν και θα λειτουργούν τις μονάδες, πρέπει να
υπάρχουν πολλά σκουπίδια, και μάλιστα σύμμεικτα. Και φυσικά, θα πρέπει να
ξεκινήσει η σταδιακή αύξηση των δημοτικών τελών, που άρχισε από φέτος, με την
δια νόμου επιβολή αύξησης του τέλους ταφής.
Επίλογος
Αν τα πράγματα εξελιχθούν σύμφωνα με τους σχεδιασμούς αυτούς, δεν θα είναι μακριά η εποχή που το κόστος της διαχείρισης απορριμμάτων που πληρώνουμε μέσω των δημοτικών τελών, θα συναγωνίζεται το κόστος του ρεύματος. Και δυστυχώς, η συνεχιζόμενη υποβάθμιση του περιβάλλοντος συνιστά μια τεράστια απειλή. Τα απορρίμματα είναι μια βόμβα στα θεμέλια κάθε έννοιας βιωσιμότητας ή διαβίωσης, από όποια πλευρά και αν δει κανείς το θέμα. Μια βόμβα που οπλίζει η απληστία, η διαφθορά και η οσμή του χρήματος.
* Η Δέσποινα Σπανούδη είναι χημικός μηχανικός- περιβαλλοντολόγος και εργάζεται ως σύμβουλος τοπικής ανάπτυξης. Ήταν κεντρική ομιλήτρια στην ανοικτή εκδήλωση που διοργάνωσε το Ξάνεμο στις 20 Απριλίου 2013 με θέμα: "Διαχείριση απορριμμάτων και χωροθέτηση ΧΥΤΥ"