Σχετικά

Εναλλακτικός ιστότοπος για την Τήνο και όχι μόνο, εκτεθειμένος σε μέρος που το προσβάλλει ο άνεμος και ορατός από όλους

Δευτέρα 8 Απριλίου 2019

Η τραγική μοίρα μιας φυλής

Σημ. Ξ: Με αφορμή την σημερινή Ημέρα για τα δικαιώματα των Ρομά, δημοσιεύουμε παλαιότερο κείμενο του Γιώργου Δημόπουλου.

Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό  "Ενδοχώρα"  και αργότερα στα "Δέκατα"


του Γιώργου Δημόπουλου

1
   Όταν ήμουν μικρός, με άλλους αλητάμπουρες της γειτονιάς, γυροφέρναμε στα τσαντίρια   των τσιγγάνων. Μας άρεσε να περνάμε τα αδιόρατα σύνορα και να  περιδιαβαίνουμε στους καταυλισμούς,  τα παραπήγματα των γύφτων, που κατά καιρούς κατέφθαναν στο Αίγιο. Από πού έφθαναν, πού  πήγαιναν, δεν γνωρίζαμε.
   Η κλασική κωνοειδής σκηνή, το τσαντίρι, κάποια βοηθητικά παραπήγματα από κουβέρτες και διάφορα παλιόξυλα, ελάχιστα πουλερικά, πεινασμένα κοκαλιάρικα γαϊδούρια και μουλάρια, πάντα μια  αρκούδα  και μια μαϊμού. Όταν καμιά φορά τον χειμώνα άνοιγε το τσαντίρι, και ξεκαθάριζε λίγο το εσωτερικό του, διεκρίνοντο στην πηχτή σκιά γύρω από την φωτιά που περισσότερο καπνός ήταν, κάτι σαν άνθρωποι,  ανακούκουρδα, που ανασάλευαν ήσυχα, πότε να πεθαίνουν, πότε να γεννιούνται, σε μια διαρκή πείνα και στέρηση, σε πλήρη απαξίωση από την τοπική κοινωνία, που και αυτή εκείνη την εποχή προσπαθούσε δύσκολα να τα βγάλει πέρα. Κρύο, βροχή,  χιόνι, φαγητό, ύπνος,  αρρώστιες, γέννες, θάνατοι, γάμοι, γιορτές, αγάπες, όλα κάτω από μια σκηνή.
   Καμιά απελπισία στο πρόσωπό τους, καμία προσπάθεια να τρυπώσουν σε κάποια  καρότσα να πάνε κάπου αλλού, ως νόμιμοι ή λαθραίοι μετανάστες, για την υποσχεθείσα Εδέμ. Γεύματα πρόχειρα, διαρκώς  πεινασμένοι χωρίς το αίσθημα του λιμασμένου. Χειμώνα καλοκαίρι δε, μικροί μεγάλοι, άνδρες γυναίκες, ξυπόλητοι, και τα μικρά ξεβράκωτα. Στα μάτια μου ακόμη έχω ένα από αυτά να παίζει κλαρίνο, κάτω από μια  ελιά. Ήταν τόσο μικρό που τα δάκτυλά του δεν έφθαναν τις κλείδες του κλαρίνου. Αργότερα άκουσα ένα λαϊκό μουσικό να  λέει: «παίζουν από μικροί… όταν το κλαρίνο είναι πιο μεγάλο από αυτούς...για αυτό φυσάνε όμορφα…έχουν καλό γλείψιμο της μπουκαδούρας…κανένας από μας δεν μπορεί να τους φθάσει…μουσική άλλοτε θλιμμένη, άλλοτε νοσταλγική…».   
   Όπως ξαφνικά  ήρθαν και έστησαν τα τσαντίρια τους, το ίδιο ξαφνικά ξέστηναν, διέλυαν τον καταυλισμό και έφευγαν. Φόρτωναν την περιουσία τους στα ξύλινα κάρα και  τράβαγαν για άλλη περιοχή. Κανένας δεν μίλαγε, όλα εγίνοντο βουβά, σιωπηρά,  με σοβαρότητα που αρμόζει σε ανθρώπινη τραγωδία, κατά τρόπο ιεροτελεστικό. Η πορεία τους αργόσυρτη, με όλα τα χαρακτηριστικά μιας  Λιτανείας.
 Οι «αειπλανείς και μυσαρείς γύφτοι, οι τρισκατάρατοι της γης», άφηναν τον καταυλισμό τους, για να μπουν στο Αίγιο, οι γυναίκες μόνο για ζητιανιά, και για να ασκήσουν το επάγγελμά τους οι άνδρες. Επιδιόρθωναν ομπρέλες, γνώριζαν την τέχνη του  γανωτζή, του χαλκιά, έπλεκαν καλάθια για όλες τις χρήσεις, αγόραζαν ό,τι παλιό μπορεί να φανταστεί κανείς και πουλούσαν   ως επί το πλείστον  χαλιά και κουβέρτες. Όταν ο καιρός ήταν καλός, περιέφεραν στις γειτονιές ως θέαμα , μια  νευρική μαϊμού ή κάποια  αργοβάδιστη αρκούδα, οι οποίες είχαν ασκηθεί σε χορό και παντομίμες.

2
    Η  στερημένη τους ζωή γινόταν πιο δυσβάστακτη από την απόρριψή τους. Για  την τοπική επαρχιακή κοινωνία μας, οι  τσιγγάνοι ήταν οι ξένοι, οι παράξενοι, εκείνοι που από το πουθενά  έφθαναν στο περιοχή μας, και στο πουθενά πήγαιναν. Ντύνονταν διαφορετικά και μιλούσαν μια άλλη γλώσσα. Εικόνες που  στα μάτια εμάς των παιδιών, έπαιρναν την γοητεία του εξωτικού, μαζί με τον φόβο του αγνώστου.
   Υπάρχει ένας βιωματικός πολιτισμός, των παρθενικών εμπειριών, των πρώιμων αισθήσεων  και παραστάσεων της παιδικής ηλικίας, που κολλά πάνω στο δέρμα μας πεισματικά και ανεξίτηλα,  αδιάφορος, όχι πάντα,  για τα ανθρώπινα   προστάγματα. «Οι γύφτοι έκαναν τα καρφιά του Χριστού, για αυτό έχουν κατάρα του, να μην μπορούν να στεριώσουν, να ριζώσουν πουθενά». Το μίσος ενσταλάσσεται ανεπαίσθητα, από τα άγουρα χρόνια. Ταυτόχρονα η δική μας κάμερα, της ψυχής, κατέγραφε διωγμούς, μικράς κλίμακας, αλλά καθαρά διώξεις. Συχνά βλέπαμε την αδικία εις βάρος του απροστάτευτου, «να τα μαζέψετε και να φύγετε από δω»  με ένα βουβό μίσος, για τα  όργανα της βίας, που οι μεγάλοι τα έλεγαν της τάξης. Όλα αυτά αναμεμειγμένα  με τον εμποτισμένο φόβο της  γιαγιάς,  «να προσέχεις να μην σε βάλει καμιά γύφτισσα κάτω από τις φουστάνες της και σε κλέψει», αν και η μάνα με διαβεβαίωνε ότι,  «αυτά δεν συμβαίνουν, και εν πάσει περιπτώσει και να σε κλέψουν ειδικά εσένα θα σε αφήσουν πολύ σύντομα», υπονοώντας το ατίθασο του χαρακτήρα μου.
  
3
   Αργότερα θέλησα να ασχοληθώ με το φαινόμενο της αθρόας προσέλευσής τους κατά τον δεκαπενταύγουστο στην Τήνο και συναναστράφηκα με αρκετούς τσιγγάνους. Έκανα γνωριμία  με μερικούς εξ αυτών, πληροφορήθηκα ότι ορισμένοι έχουν σπουδάσει, μάλιστα και ιατρική, και διατηρώ κάποια χαλαρή  σχέση με έναν εξ αυτών. Από την συναναστροφή αυτή, ένας τσιγγάνος,  μου έφερε το γιο του ένα συνεσταλμένο παιδάκι, να γραφεί στο Εκκλησιαστικό.  «Το  έφερα να το μάθεις γράμματα, θα το πάρεις μην μου πεις όχι, σε κανέναν δεν θα πεις ότι είναι γυφτάκι, και το κοροϊδεύουν και φύγει». Ήξερε ο πατέρας τι θα πει στιγματισμός. Έξυπνο παιδί πολύ, τελείωσε το λύκειο, καλός μαθητής, πέρασε στο πανεπιστήμιο, παντρεύτηκε μια πανέμορφη τσιγγάνα και θέλησε να γίνει παπάς, παρά την σκληρή αντίρρηση  του πατέρα. Είναι από τα παιδιά που καμαρώνω, για το πέρασμά τους από την σχολή.
4
   Ποιοι είναι οι τσιγγάνοι; Άλλοι τούς θεωρούν απόγονους των Ιουδαίων γιατί διαπίστωσαν φυλετικές συγγένειες, άλλοι τούς θέλουν μείγμα Εβραίων και Μαυριτανών, άλλοι τούς θέλουν  να προέρχονται από την Ιβηρική, άλλοι από την  Νουβία. Οι περισσότεροι συγκλίνουν στην άποψη ότι πρόκειται για λαό ινδικής καταγωγής. Οι ίδιοι  απαντούν αναλόγως, σκοντάφτοντας. «Είμαστε γύφτοι δεν είμαστε τσιγγάνοι, είμαστε τσιγγάνοι δεν είμαστε γύφτοι,  είμαστε χαλκιάδες και χαλκοματζήδες  και δεν έχουμε καμιά δουλειά με γύφτους και τσιγγάνους,  είμαστε λαουτάρηδες και  βιολιτζήδες δική μας ράτσα» κλπ.  Δεν είναι απαντήσεις στρέβλωσης της αλήθειας. Είναι απαντήσεις που κρύβουν την άγνωστη ιστορία λαών, οι οποίοι  γνωρίζουν πολύ καλά πόσο διαφέρουν μεταξύ τους και που για αιώνες, όντας της ίδιας τύχης, κατάντησαν παρίες, παρακατιανοί, των ταξικά διαρθρωμένων κοινωνιών και άφησαν να γίνει πιστευτό το «όλοι οι γύφτοι μια γενιά» 

5
  Ποτέ δεν θα αφομοιωθούν πολιτισμικά. Είναι η άμυνά τους στους κατά καιρούς διωγμούς και τις συστηματικές μεθοδεύσεις αποκλεισμού τους. Οι πρώτες επιθέσεις εναντίον των τσιγγάνων καταγράφονται ιστορικά τον 11ο αιώνα και έγιναν από τους Τούρκους στο Μικρασιατικό Βυζάντιο. Φιλική στάση και εύνοια προς τους «φαραωνίτες» έδειξε ο πάπας Ιωάννης ΚΓ΄ και αρκετοί διάδοχοί του που είχε  ως συνέπεια οι τσιγγάνοι να διασπαρθούν σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη. Όμως στις αρχές του 16ου αιώνα φούντωσε μια λανθάνουσα αντιπάθεια με γενικευμένες επιθέσεις εναντίον τους, με κορύφωση την σύνοδο της Ορλεάνης 1561 η οποία διέταξε τους επάρχους, να εξοντώσουν όλους τους Τσιγγάνους με  φωτιά και σίδερο.  Με τον ίδιο τρόπο, την περίοδο αυτή  διώκονται οι Τσιγγάνοι σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Το 1636 στην Αγγλία με βασιλική διαταγή, οι αρσενικοί τσιγγάνοι θανατώνονταν με αγχόνη και οι γυναίκες με πνιγμό. Όμως φαίνεται ότι στην μακραίωνη ιστορία τους οι «φαραωνίτικες» φυλές, τον πιο απηνή, ανελέητο διωγμό τον υπέστησαν από τις ναζιστικές χιτλερικές ορδές. Το πρόγραμμα της  πολιτικής του Χίτλερ περιελάμβανε, συν τοις άλλοις, και την εξόντωση των «φυλετικά ακαθάρτων και εκφυλισμένων τσιγγάνων», για τους οποίους προβλεπόταν η εφαρμογή της μεθόδου της «ευθανασίας». Εξακόσιες χιλιάδες τσιγγάνοι ρίχτηκαν στα κρεματόρια και στους φούρνους του Άουσβιτς. Ποιος μιλάει για την γενοκτονία των τσιγγάνων; Ποιος έχει γράψει για αυτούς; Ελάχιστα, σπανίως.  Όμως έζησαν ένα  ολοκαύτωμα,  ποιος αμφιβάλλει;

6
   Στην πατρίδα μας ομαδικά ξεσπάσματα βίας, λιντσαρίσματα  και πογκρόμ εναντίον των τσιγγάνων δεν έχουμε. Έγιναν όμως αρκετές φορές το εξιλαστήριο θύμα. Οι τσιγγάνικες φυλές αντιμετωπίστηκαν και αντιμετωπίζονται με αντιπάθεια, που τεκμηριώνεται λεκτικά στις φράσεις, γυφτιά., τσιγγαναριό, γυφταριό, κοίτα τον γύφτο κλπ Ο χαρακτηρισμός του ακαθάρτου για τους τσιγγάνους, αναπαράγει μια προκατάληψη για την υλική και ηθική ακαθαρσία τους, την οποία εξ άλλου την συσχετίζουμε με  βρώμικα επαγγέλματα. Ο σιδεράς π.χ. σε πολλές περιοχές αποκαλείται γύφτος.
    Αφού  ντύσαμε αυτή μας την στάση με  θρησκευτικές προκαταλήψεις, ήταν φυσικό να υπάρχει και ένας θρησκευτικός συμβολισμός και αρκετές μεταφορές που παραπέμπουν στην πρακτική του εξιλασμού και της κάθαρσης. Είναι οι αρχαϊκές πρακτικές της αποδιοπόμπησης, της αναζήτησης δηλαδή του αποδιοπομπαίου τράγου.
   Κατόπιν τούτου η δική μας ανέχεια  και  δυσκολίες της ζωής, είναι επόμενο  να μας ωθήσουν στην αναζήτηση ενός συγκεκριμένου εχθρού, στον οποίο θα μεταβιβάσουμε την συσσωρευμένη μας, φυσικά μη συνειδητοποιημένη, οργή για τις ματαιώσεις της ζωής, για την καταπίεση και αλλοτρίωση που υφιστάμεθα στο χώρο εργασίας,  στην ιδιωτική ζωή,  τον έντονο ανταγωνισμό κλπ..
   Τα αδιέξοδά μας αναζητούν απελπισμένα αξιόπιστες διεξόδους. Στις περισσότερες όμως  περιπτώσεις, οι συσσωρευμένες ανησυχίες τείνουν να ξεσπούν σε επιλεγμένες κατηγορίες ξένων. Ως αστοί φοβόμαστε μήπως δεν ζήσουμε καλά, και όταν αυτό συμβαίνει, όπως στις ημέρες μας, φοβισμένοι αναζητούμε κάποιον να του φορτώσουμε όλα τα «κακά της μοίρας μας» και στρεφόμεθα στον πιο κοντινό εχθρό εκείνο που αισθανόμεθα  να απειλεί την αυτοεικόνα μας, που πότε είναι ο τσιγγάνος, πότε  ο αλλοδαπός, πότε  ο  λαθρομετανάστης. Η εξαφάνιση του  άλλου, γίνεται στο συλλογικό φαντασιακό, προϋπόθεση για την επιβίωση του εαυτού.  
    Η λανθάνουσα λειτουργία των φραγμάτων-συνόρων που ανεγείρονται μεταξύ μας, ημών  και των τσιγγάνων, ημών και των  λαθρομεταναστών, ημών και του άλλου,  είναι η ενίσχυση της σαθρής ακανόνιστης και απρόβλεπτης ζωής όσων βρίσκονται μέσα. Ο  άλλος πρέπει να  παραμείνει απέξω, «είναι η κόλασή μας». Όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ζωή μας, θα παραμείνει σαθρή, αν δεν σηκώσουμε κεφάλι, οποιαδήποτε και αν είναι η μεταχείριση και τα δεινά του άλλου και  των «παράξενων  ξένων».

7
   Η Ευρώπη συγκροτείται εν πολλοίς από ετερώνυμα, εναλλάξιμα, και ασταθή συνθετικά.  Κριτήριο ενός υγιούς πολιτισμού είναι  η αναγνώριση της πολλαπλότητάς του, καθώς και  η παραδοχή ότι ο φορέας του διαφορετικού πολιτισμού κατέχει όσο και εμείς την ανθρώπινη ιδιότητα. Υπ’ αυτή την έννοια και όσο η παραπάνω συνθήκη δεν πληρούται ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας της κάθε χώρας, αυτή  είναι τόσο πολιτισμένη όσο και βάρβαρη. Η βαρβαρότητα εμφιλοχωρεί και ανθίζει ακόμη και μέσα σε πολιτισμένα περιβάλλοντα. Δεν έχει κανένα πρόβλημα να πάει αντάμα  με την νεωτερικότητα.
  Κάθε εποχή κατασκευάζει  τον δικό της βάρβαρο. Ένας φαύλος κύκλος βίας και μνησικακίας. Ίσως, αν δεν φοβόμαστε να ομολογήσουμε ότι δεν είμαστε εντελώς απαλλαγμένοι από την βαρβαρότητα, ότι «τα τέρατα δεν έχουν εξημερωθεί ακόμη» ίσως, τότε ίσως, στην άλλη άκρη καταφέρναμε να κερδίσουμε μια κατανόηση, η οποία πόρρω απέχει από την πολιτιστική μας ορθότητα. Η συνδιαλλαγή και η ειρηνική συνύπαρξη πρέπει να είναι ορίζοντας σκέψης όλων μας.
    Όλοι συν-χωράμε. Η αλήθεια στην ζωή είναι με τον άλλον, μαζί του, όποιος και να είναι αυτός ο  άλλος. Είναι γεγονός ότι  σε έναν κόσμο που κατοικείται κυρίως από «κυνηγούς», χωρίς καλλιέργεια της φιλοσοφίας και των στρατηγικών του «θηροφύλακα», υπάρχει μηδαμινός χώρος για ουτοπικούς στοχασμούς. Όμως το σφύριγμα του πλοίου, που μεταφέρει  μπαλαμέ και ρομά, τσιγγάνους και γύφτους,  γίνεται για όλους μας, όλο και πιο πένθιμο. (73)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου