Σχετικά

Εναλλακτικός ιστότοπος για την Τήνο και όχι μόνο, εκτεθειμένος σε μέρος που το προσβάλλει ο άνεμος και ορατός από όλους

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Χούντα και ΗΠΑ



17/11/1973 εφημ. "Μακεδονία"
 Η συμβολή των ΗΠΑ στο πραξικόπημα του 1967 και την εδραίωση της δικτατορίας ομολογήθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο το 1999, όταν ο τότε αμερικανός πρόεδρος Μ. Κλίντον επισκέφτηκε την Ελλάδα, και ζήτησε «συγγνώμη» για το ρόλο του αμερικανικού παράγοντα.

Όμως ο ρόλος αυτός δεν διήρκεσε μια στιγμή. Μετά τον ελληνικό εμφύλιο, η αμερικανική πρεσβεία, το Παλάτι και ο στρατός, από κοινού με τις παρακρατικές ακροδεξιές οργανώσεις, ήταν οι τρεις εξωκοινοβουλευτικοί μηχανισμοί που συνδιαμόρφωσαν μια «καχεκτική» δημοκρατία, με το κοινοβούλιο σε δευτερεύοντα ρόλο, δρώντας «συμπληρωματικά» σε ένα κράτος με επίσημη ιδεολογία τον αντικομμουνισμό. Στο έδαφος αυτό, και με την υποστήριξη των αρχουσών τάξεων στην Ελλάδα, οι ακροδεξιοί στρατιωτικοί, που είχαν σαφή «φιλοατλαντικό» προσανατολισμό, κατάφεραν να επιβληθούν με τα όπλα το 1967.

Σε εποχές Ψυχρού Πολέμου, η εμπλοκή των ΗΠΑ στη Μεσόγειο και η στήριξη της ακροδεξιάς δεν περιορίστηκε στην Ελλάδα. Επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ και της CIA, όπως η Επιχείρηση «Ξίφος» (Gladio) στην Ιταλία, στο πλαίσιο της οποίας οι ένοπλες νεοφασιστικές οργανώσεις χρησιμοποιήθηκαν εναντίον της Αριστεράς, είναι ενδεικτικές. Αυτό που δηλώνουν οι επιχειρήσεις αυτές δεν είναι γενικώς οι «μηχανορραφίες» των ΗΠΑ, αλλά η σημασία που ανέκαθεν είχε η «διεθνής συνεργασία» για την προληπτική καταστολή των λαϊκών κινημάτων και την αντιμετώπιση της Αριστεράς.

Μετά την επιβολή της Χούντας, και δεδομένης της υποστήριξης που της παρείχαν τμήματα των αρχουσών τάξεων, οι ΗΠΑ άσκησαν μια «ρεαλπολιτίκ», ζητώντας απλά την αποκατάσταση κάποιων δημοκρατικών ελευθεριών. Μολονότι θα προτιμούσαν την επικράτηση του βασιλιά, οι αμερικανοί δεν παρενέβησαν ώστε να διασφαλίσουν την επικράτησή τους. Από την άλλη πλευρά, το δικτατορικό καθεστώς είχε συνεργαστεί με τις ΗΠΑ στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, επιτρέποντας τη χρήση των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, ενώ τελικά και ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τη χώρα. Το Γενάρη του 1968, λοιπόν, μετά και την επιστολή του προέδρου Τζόνσον προς το καθεστώς της Αθήνας, οι σχέσεις Χούντας-ΗΠΑ είχαν αποκατασταθεί πλήρως.

Χούντα και Κυπριακό

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου μαρτυρούσε το εύρος της απονομιμοποίησης της Χούντας, η δε καταστολή της εξέγερσης το αποκρουστικό πρόσωπο των συνταγματαρχών και τα όρια της «φιλελευθεροποίησης». Όμως δεν ήταν η εξέγερση, αλλά το αποτυχημένο πραξικόπημα του δικτάτορα Ιωαννίδη εναντίον του Μακαρίου, αυτό που οδήγησε στην κατάρρευση της Χούντας.

Με το πραξικόπημα αυτό, και την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, η Χούντα έχασε τη στήριξη των αρχουσών τάξεων στην Ελλάδα, και βέβαια την υποστήριξη των ΗΠΑ, που δεν ήθελαν να ρισκάρουν τη διάλυση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ με μια εκτεταμένη πολεμική σύρραξη Ελλάδας-Τουρκίας. Το βασικό στήριγμα της Χούντας, ο στρατός, ενέπλεξε τη χώρα σε πολεμική περιπέτεια όντας ανέτοιμος, με αποτέλεσμα ένα μη αναστρέψιμο ρήγμα στο εσωτερικό του.

Το πραξικόπημα του Ιωαννίδη απέβλεπε στη δολοφονία του Μακαρίου, στην ανατροπή της Προεδρίας και στην προσάρτηση της Κύπρου από την Ελλάδα, με την ανάθεση της εξουσίας στον κύπριο υπερεθνικιστή Νικόλαο Σαμψών, μαχητή της ακροδεξιάς ΕΟΚΑ Β’. Το πραξικόπημα προκάλεσε τελικά την τουρκική εισβολή, χιλιάδες νεκρούς, αγνοούμενους και πρόσφυγες.

Σε πολιτικό επίπεδο, η έκβαση του πραξικοπήματος επέσπευσε την πτώση της Χούντας, ενώ σε δεύτερο χρόνο σηματοδοτούσε το τέλος της «Μεγάλης Ιδέας» για την Ένωση Ελλάδας-Κύπρου, που είχε διατυπωθεί ήδη από τη δεκαετία του ’40. Ήδη μετά την Απελευθέρωση, η ασφάλεια, η διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας, η κάλυψη του χάσματος που χώριζε το ελληνικό πολιτικό σύστημα από τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της συμμάχου Δύσης και η απαιτούμενη οικονομική ανασυγκρότηση αφέθηκαν στο αλυτρωτικό πρόγραμμα της «Ένωσης» με την Κύπρο.

Η μη ανταπόκριση των δυτικών συμμάχων στην αξίωση αυτή (με την εξαίρεση του Σχεδίου Άτσεσον το 1964, που προέβλεπε την Ένωση, με ανταλλάγματα που τελικά απορρίφθηκαν), κυρίως δε η μη παρεμπόδιση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974, εξηγούν γιατί μετά την πτώση της Χούντας ο αντιαμερικανισμός έγινε στοιχείο της ιδεολογίας ακόμα και της (παραδοσιακά φιλοαμερικανικής) ελληνικής Δεξιάς.

Κριτική της Μεταπολίτευσης

Στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, η ελληνική ακροδεξιά συγκροτούνταν ως το Κόμμα της Νοσταλγίας των συνταγματαρχών, που αμφισβητούσε το «μύθο του Πολυτεχνείου» και προπαγάνδιζε τις ένδοξες μέρες της «Επανάστασης». Καθώς όμως οι μνήμες από τις φρικαλεότητες της Χούντας ήταν νωπές, και καθώς ένα τμήμα των υποστηρικτών της δικτατορίας έβρισκε στέγη στη Νέα Δημοκρατία, η αυτόνομη συγκρότηση της ακροδεξιάς ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση και οι προσωποπαγείς σχηματισμοί της είχαν συνήθως μικρή εκλογική δύναμη.

Μερικές δεκαετίες αργότερα, και ιδίως με τη δημιουργία του ΛΑΟΣ, η ενίσχυση της ακροδεξιάς δεν στηριζόταν πια στη νοσταλγία, αλλά μεταξύ άλλων, σε μια ορισμένη κριτική της Μεταπολίτευσης, του «διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος» που αυτή εγκατέστησε, της «ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς» και της «ιδεολογικής της τρομοκρατίας» κ.ο.κ. Το θέμα δεν ήταν πια η «καλή Χούντα», αλλά η «κακή δημοκρατία» από την οποία η Χούντα ήταν καλύτερη.

Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, αυτού του είδους η κριτική της Μεταπολίτευσης έγινε το κοινό έδαφος για ακροδεξιούς και νεοφιλελεύθερους. Οι τελευταίοι χρησιμοποίησαν την κριτική αυτή ως μέρος της δικής τους εξήγησης για το πώς φτάσαμε στην κρίση, ταυτίζοντας τη Μεταπολίτευση με το «λαϊκισμό», την «κομματικοποίηση του κράτους», τη «διαφθορά» και το «πελατειακό σύστημα» - συχνά δε, ζητώντας άμεσα την ανάδειξη ενός ανθρώπου του κράτους (statesman) ή των «επαγγελματιών πολιτικών» από τους Αρίστους της Πολιτικής, τους «τεχνοκράτες».

Κινούμενη ανάμεσα σε ψέματα και μισές αλήθειες, η προπαγάνδα ακροδεξιών και νεοφιλελεύθερων αποκρύπτει τρία βασικά ζητήματα:

α) η Μεταπολίτευση ήταν η απαρχή της ανθεκτικότερης (αστικής) δημοκρατίας στην Ελλάδα, της πιο μακράς περιόδου χωρίς πολέμους και πραξικοπήματα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία – τα όρια της οποίας, ωστόσο, προσδιορίζονταν από το γεγονός ότι δεν ήταν το Πολυτεχνείο που έριξε τη Χούντα, αλλά οι εσωτερικές αντιφάσεις του καθεστώτος και η απώλεια των διεθνών στηριγμάτων του που επιτάχυναν την κατάρρευση
β) η Μεταπολίτευση δεν υπήρξε μια ενιαία περίοδος, αλλά μια περίοδος που ξεκίνησε με την ενεργό εμπλοκή των μαζών στην πολιτική, κατέληξε δε με την απόσυρσή τους από το προσκήνιο, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξαν η ενίσχυση του δεξιού λαϊκισμού, η αυτονόμηση του πολιτικού συστήματος από τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας και η απογείωση της περίφημης «διαφθοράς».
γ) η πολιτεία των Αρίστων της Πολιτικής, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, μαρτυρά ότι ο σκοπός των υπερασπιστών τους είναι να αντικατασταθούν «οι πολιτικοί» προκειμένου να υλοποιηθούν οι ίδιες πολιτικές χωρίς το φόβο του «πολιτικού κόστους».

Αυτό που χρειάζεται να επισημάνουμε είναι ότι στη Μεταπολίτευση, και χάρη στο ηθικό πλεονέκτημα που εξασφάλισε στην Αριστερά ο ρόλος της στον αντιδικτατορικό αγώνα, σημαντικές απεργίες και φοιτητικά κινήματα βελτίωναν τη ζωή των εργαζόμενων και της νεολαίας, ενώ αντίθετα, η υποχώρηση της Αριστεράς επέτρεψε, από τη μία πλευρά την οριοθέτηση του συνδικαλισμού με βάση τις προτεραιότητες του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος (ιδίως του ΠΑΣΟΚ), από την άλλη την αποδυνάμωση του φοιτητικού κινήματος και τον κατακερματισμό της νεολαίας (ιδίως εξαιτίας της επικράτησης της ΝΔ).

Στη Μεταπολίτευση, χάρη στη συγκρότηση κομμάτων και αυτόνομων κινημάτων, αλλά και χάρη στην πολιτιστική αναγέννηση που σημειώθηκε με την κατάρρευση της Χούντας, δόθηκε σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους η δυνατότητα να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή – ίσως για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση μετά τα χρόνια του ΕΑΜ. Για το λόγο αυτό, οι λαϊκοί αγώνες μπορούσαν να αφήνουν το αποτύπωμά τους στις κρατικές πολιτικές. Όταν το κλίμα αυτό αντιστράφηκε, τα κόμματα μετατράπηκαν σε αναχώματα των κινημάτων και «μεσίτες» της κρατικής πολιτικής προς την κοινωνία, σε προσωποπαγείς αντιδημοκρατικούς μηχανισμούς και εξαρτήματα του κεφαλαίου – φτάνοντας τελικά να μοιάζουν περισσότερο με αυτά της προδικτατορικής περιόδου και λιγότερο σε εκείνα της πρώτης περιόδου της Μεταπολίτευσης.

Σε τελική ανάλυση, η κυρίαρχη κριτική της Μεταπολίτευσης προδίδει ένα μίσος για την Αριστερά και την ίδια τη δημοκρατία. Είναι προκλητικό ότι στην κριτική των «παθογενειών» της Μεταπολίτευσης πρωτοστατούν οι υπαίτιοι και οι ωφελημένοι αυτών των παθογενειών, με τόση μάλιστα ένταση, που η καταγγελία της Μεταπολίτευσης ελάχιστα κρύβει την επιθυμία να τελειώνουμε και με τις τελευταίες συνταγματικές δημοκρατικές εγγυήσεις που άφησαν στη θέση τους τα μνημόνια. Οι προτάσεις για απευθείας εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το λαό (πολιτειακή αλλαγή), οι προσπάθειες να αρθεί το αυτοδιοίκητο της Βουλής και οι βουλευτές να υπάγονται στην εκάστοτε κυβέρνηση στο όνομα των «εθνικών συμφερόντων» και γενικά η ακύρωση και του τελευταίου ίχνους αντιπροσωπευτικότητας των θεσμών, μαρτυρούν ότι η κριτική της Μεταπολίτευσης είναι το άλλο όνομα για την ίδια την κατάργηση της δημοκρατίας, 39 χρόνια μετά την αποκατάστασή της.


Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου